Περί Ναυτιλίας

 

Ιστορία της ναυτιλίας

Η ΝΑΥΤΙΛΙΑ ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ

 

Την εποχή που ο υπόλοιπος ελληνικός κόσμος υπέκυψε και υποδουλώθηκε στους Οθωμανούς, η Επτάνησος είχε ίσως την τύχη να περάσει στην κυριαρχία των τότε μεγάλων δυνάμεων της δύσης. Είναι το χρονικό διάστημα όπου οι νέες αξίες και ιδέες έχουν αρχίσει να προβάλλονται και να κατοχυρώνονται ως αφετηρία της νέας εποχής που άλλαξε εκ θεμελίων την εξέλιξη του κόσμου. Η στρατηγική σημασία των νησιών του ιονίου ήταν ο λόγος, για τον οποίο οι ενετοί, οι γάλλοι, οι ρώσοι και οι άγγλοι έδειξαν τόσο έντονο ενδιαφέρον για την περιοχή. Μέσα από την πολύχρονη και πολυεθνική αυτή κατοχή οι επτανήσιοι μπόρεσαν να αφομοιώσουν γόνιμα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία τους ήταν απαραίτητα για την εξελικτική τους πορεία και που διαμόρφωσαν τελικά την ιδιαίτερη κουλτούρα τους και τον πολιτισμό τους.

Η βενετική κυριαρχία εγκαθιδρύθηκε στα Επτάνησα διαδοχικά από τα τέλη του 14ου ως τις αρχές του 16ου αιώνα άλλοτε με τη συγκατάνευση του πληθυσμού και άλλοτε με πόλεμο. Για πρώτη φορά στην ταραγμένη ιστορία τους τα νησιά του ιονίου απέκτησαν γεωγραφική και πολιτική οντότητα κάτω από τη σημαία του Αγίου Μάρκου. Η επτανησιακή κοινωνία, μέχρι τότε, παρουσίαζε την εικόνα μιας άστατης και αβέβαιης πραγματικότητας που τη συνέθεταν βυζαντινοί θεσμοί, τοπικά έθιμα και φεουδαρχικές συνήθειες. Η κωδικοποίηση των ανομοιογενών αυτών στοιχείων που διαμόρφωναν την κοινωνική ζωή των νησιών και η ενοποίηση τους σε οργανωμένα πλαίσια πραγματοποιήθηκε με την άφιξη των βενετών. Η Γαληνοτάτη χάραξε στα Επτάνησα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά πλαίσια ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες που βρήκε σε κάθε νησί. Αναγνώρισε παλαιότερα προνόμια, υιοθέτησε θεσμούς και επέτρεψε την τοπική αυτονομία και τη γένεση της τοπικής αριστοκρατίας.

Λίγα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, πολλοί έλληνες επανδρώνουν τα βενετικά σκάφη. Αποκτώντας, όμως, εμπειρία, ήδη από το πρώτο μισό του 16ου αιώνα, συναντάμε έλληνες να ταξιδεύουν ως καπετάνιοι στις μεγάλες εμπορικές βενετσιάνικες φρεγάτες ή και αργότερα σε εμπορικά πλοία που ανήκαν σε έλληνες έμπορους, εγκατεστημένους στη Βενετία ή ακόμα και με δικά τους σκάφη. Στην πλειοψηφία τους ήταν επτανήσιοι και μάλιστα παρά το γεγονός ότι δεν προσδιορίζεται η καταγωγή τους από το επώνυμο υποθέτουμε ότι αρκετοί από αυτούς ήταν κεφαλλονίτες. Πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν και εδραιώθηκαν στην πρωτεύουσα της Γαληνοτάτης. Η στιγμή ήταν κατάλληλη καθώς η Γαληνοτάτη άρχισε να φθίνει στρατιωτικά, πνευματικά και εμπορικά. Οι έλληνες εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός και στις περισσότερες περιπτώσεις εκτόπισαν τους βενετούς εμπόρους και πλοιοκτήτες.

Ο 16ος αιώνας είναι η αυγή της επτανησιακής ναυτιλίας. Η εμπορική κίνηση των νησιών εκδηλώνεται κυρίως με την εξαγωγή της σταφίδας και των κρασιών. Μέσα σε εκατό χρόνια η Κεφαλονιά, η οποία ήταν η σπουδαιότερη σταφιδοπαραγωγική περιοχή και πρωτοστάτησε στην εξαγωγή της, σημείωσε μια τεράστια οικονομική άνοδο, η οποία συνεχίστηκε απρόσκοπτα ως τα μέσα του 18ου αιώνα οπότε για διάφορους λόγους αρχίζει η βαθμιαία κατάπτωση.
Παράλληλα, οι επτανήσιοι έμποροι εκμεταλλεύτηκαν τις ανάγκες της Γαληνοτάτης για σιτάρι, το οποίο μετέφεραν στην Βενετία ιονικά σκάφη και κρητικά με βενετσιάνικη σημαία και έχοντας έλληνες καπετάνιους. Τα σκάφη, τα οποία χρησιμοποιούν την εποχή αυτή είναι οι εμπορικές φρεγάτες, οι μαρτσιλιάνες,

Τα βριγαντίνια, οι καραβέλες, τα σκιράτσα και αρκετά μικρότερου τύπου, όπως γρίποι, σανδάλια και άλλα που αναφέρονται απλά σαν «πλοία» ή ακόμα «ξύλα». Ο τύπος, όμως, που κυριαρχούσε στις θαλάσσιες μεταφορές αυτή την περίοδο ήταν η γαλέρα.Τα περισσότερα από αυτά μετά την παρακμή των ναυπηγείων στο Arsenale της Βενετίας, το 1550, κατασκευάζονται στα ιονικά και κρητικά ναυπηγεία.

Με το πέρασμα του χρόνου η παρουσία των ελλήνων στην Βενετία γίνεται όλο και πιο έντονη. Οι έλληνες ναυτικοί (πλοιοκτήτες ή πλοίαρχοι) και κυρίως οι επτανήσιοι, είναι πλέον μόνιμα εγκατεστημένοι στην πρωτεύουσα της Γαληνοτάτης, όπως φαίνεται από συγκεντρωτικούς πίνακες . Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν αξιόλογα μέλη της Ελληνικής Αδελφότητας και συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της ελληνικής παροικίας της Βενετίας τον 16ο αιώνα.

Αυτοί οι επτανήσιοι συμμετείχαν σε συνεταιρισμούς, τις λεγόμενες «συντροφιές». Επρόκειτο, δηλαδή, για κεφαλαιούχους, που συνεισέφεραν ένα ποσοστό, το οποίο θα έπαιρνε ο καπετάνιος μαζί του για να εμπορευθεί. Το μερτικό της συμμετοχής του καθενός από την «συντροφιά», λεγόταν «βλησίδιο». Με το τέλος του ταξιδιού μοιράζονταν τα κέρδη, αφού πρώτα αφαιρούντο όλα τα έξοδα. Η συμμετοχή σ΄ αυτές τις συντροφιές ήταν κερδοφόρα και πολλοί από τους ναυτικούς που εμπλέκονταν σε τέτοιους είδους συναλλαγές έγιναν πλοιοκτήτες και από τα μέσα του αιώνα κινούνται στο χώρο της Μεσογείου. Πολλοί είναι οι επτανήσιοι που δραστηριοποιούνται στο ναυτιλιακό και εμπορικό πεδίο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οικογένεια Βεργωτή, κεφαλλονίτικης καταγωγής, η οποία ταξίδευε και εμπορευόταν στην Αδριατική με δικά της σκάφη ήδη από το 1583.

Η δράση, όμως, των ελλήνων δεν περιοριζόταν μόνο στη θάλασσα. Με την εγκατάστασή τους στην Βενετία και τη συστηματική ενασχόλησή τους με το εμπόριο και τη ναυτιλία ήταν φυσικό να καταπιαστούν και με επαγγέλματα, τα οποία σχετίζονταν με τις δραστηριότητές τους. Έτσι, αρκετοί ήταν αυτοί που ασχολήθηκαν με τις ασφάλειες ως ασφαλιστές. Οι ασφάλειες κάλυπταν τα συνηθισμένα ατυχήματα στην θάλασσα και τις λεηλασίες κουρσάρων ή πειρατών. Οι πειρατικές επιδρομές την εποχή αυτή ήταν συνηθισμένες και πολυάριθμές. Μάλιστα, οι επτανήσιοι, από πολύ νωρίς ίδρυσαν ταμεία για την απελευθέρωση των σκλάβων, που υποδουλώνονταν από τους πειρατές. Τέτοιο ταμείο ιδρύθηκε το 1560 στην Ζάκυνθο και το 1661 στην Κέρκυρα ενώ στην Κεφαλονιά ιδρύθηκε κάπως καθυστερημένα.

Η ναυτική παράδοση στο Ιόνιο είχε αρχίσει να ωριμάζει. Το πόσο ικανοί ναυτικοί ήταν οι επτανήσιοι, το απέδειξαν στη μάχη της Ναυπάκτου (07/10/1571), η οποία έγινε μεταξύ των Εχινάδων νήσων. Η ελληνική συμμετοχή, υπήρξε σημαντική. Ανάμεσα στις 53 γαλέρες που παρέταξε η Βενετία οι 14 ήταν ελληνικές, από τις οποίες οι 10 ήταν επτανησιακές. Παράλληλα, έδειξε και την επιθυμία των ιονίων και κρητικών να απελευθερώσουν τους υπόδουλους αδελφούς τους.

Η μεγάλη αυτή συμμετοχή αποδεικνύει, ότι η ναυτιλία της Επτανήσου στις τελευταίες δεκαετίες του 16ο αιώνα απαριθμούσε πολλά εμπορικά σκάφη- γαλέρες, τις οποίες μετέτρεψε σε πολεμικές. Τα Ιόνια νησιά προσέφεραν στο σύνολό τους

1:Βλασσόπουλος Ν.:Ιόνιοι έμποροι και καραβοκύρηδες στη Μεσόγειο (16ος-18ος αι.), Αθήνα 2001,σ.17,19,20,23-31

Πάνω από 2000 άνδρες, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν γύρισαν πότε στα νησιά τους. Η προσφορά, λοιπόν, της Επτανήσου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου υπήρξε αξιόλογη και υπολογίσιμη. Η ικανότητα, η οποία επέδειξαν στον ανεφοδιασμό των πλοίων και η σφοδρότητα με την οποία πολέμησαν δίπλα στους έμπειρους ισπανούς, γενοβέζους, βενετούς εναντίον των τούρκων έκανε ολοφάνερη τη λαμπρή ανάπτυξη που είχε συντελεστεί στο τομέα της ναυτιλίας εκατό χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης.

Ο 17ος αιώνας δεν έχει να αναδείξει τίποτα το ιδιαίτερο για τη ναυτιλία και το εμπόριο των Ιονίων νήσων. Την εποχή αυτή, όμως, ξεσπά ο βενετοτουρκικός πόλεμος για την κατάκτηση της Κρήτης. Τα Επτάνησα συμμετέχουν ενεργά στο αγώνα των κρητικών. Το 1668 κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Κάντιας, σώμα κεφαλλονιτών και ζακυνθινών καταφθάνει στο νησί για να ενισχύσει τους πολιορκημένους. Παράλληλα αναφέρονται πολλοί κεφαλλονίτες που με δικά τους χρήματα αρμάτωσαν γαλέρες και τάχθηκαν στο βενετικό ναυτικό για να υπερασπιστούν τη μεγαλόνησο.

Η πτώση της Κρήτης το 1669 απετέλεσε βαρύ πλήγμα για την Βενετία, είχε, όμως, σημαντικό αντίκτυπο για τα Επτάνησα καθώς κρητικοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν
κυρίως στη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και την Ιθάκη, δίνοντας μια σημαντική ώθηση στον πολιτισμό. Ως απόρροια της άλωσης της Κρήτης ήταν η κάθετη άνθιση της ναυτιλίας και του εμπορίου που σημειώθηκε στα Ιόνια νησιά προς το τέλος του αιώνα καθώς η βενετική πολιτική θα συγκεντρωθεί αποκλειστικά στα Επτάνησα.

Αντίθετα, ο 18ος αιώνας, είναι αιώνας σταθμός για την επτανησιακή ναυτιλία και κυρίως για την ζακυνθινή και την κεφαλλονίτικη. Προφανώς, ο προηγούμενος αιώνας θα ήταν ένα στάδιο προπαρασκευής για την κεφαλλονίτικη ναυτιλία, η οποία πραγματικά εκτινάχθηκε στην αυγή του νέου αιώνα. Είναι η εποχή, όπου η Αυστρία κηρύσσει στα λιμάνια του Φιούμε, Μπούκαρι και Τεργέστης την ελεύθερη ναυσιπλοΐα. Οι πρώτοι έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη ήταν επτανήσιοι. Πολλούς, επίσης, επτανήσιους συναντάμε στο Λιβόρνο, στη Μασσαλία και στο Άμστερνταμ, όπου ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα και δεν άργησαν να γίνουν πλοιοκτήτες με αυστριακή σημαία.

Παράλληλα, στη Μεσόγειο γίνεται έντονη η παρουσία γαλλικών, αγγλικών και ολλανδικών πλοίων και έχει γίνει κέντρο μεγάλης εμπορικής κίνησης. Ο αγγλογαλλικός ανταγωνισμός του 18ου αιώνα στάθηκε μια από τις κυριότερες αιτίες της δραστηριοποίησης του ελληνικού ναυτικού. Τα λιμάνια των νησιών του Ιονίου παρουσίαζαν αξιόλογη εμπορική κίνηση. Η Κεφαλονιά στα τέλη του 18ου αιώνα είχε έναν αξιόλογο εμπορικό στόλο που αριθμούσε πάνω από 200 πλοία και 5000 μικρές βάρκες.

Τα επτανησιακής πλοιοκτησίας σκάφη, που αριθμούνται περίπου στα 285, με βενετσιάνικη σημαία ταξίδευαν σε όλη τη Μεσόγειο και έφταναν ακόμα και μέχρι την Αγγλία, τη Β. θάλασσα και την Αγία Πετρούπολη. Προς το τέλος του αιώνα και κυρίως μετά την συνθήκη του Κιουτσούκ-Καιναρτζή, το 1774 οι έλληνες μπήκαν στη Μαύρη θάλασσα. Οι επτανήσιοι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία και σήκωσαν ρωσική σημαία για να περνούν ελεύθερα από τα Στενά και να φορτώνουν τα ρωσικά σιτηρά ενώ συμπατριώτες τους έμποροι εγκαταστάθηκαν στην Οδησσό και στη Κριμαία, όπου πήραν ένα μεγάλο μέρος του εμπορίου στα χέρια τους. ΄Όλη η Η Μεσόγειος θάλασσα ήταν πλέον δική τους.

Η Βενετία, από την δική της πλευρά, προσπάθησε να παρεμποδίσει τη συμμετοχή των επτανησίων στο εξωτερικό εμπόριο. Οι Ιόνιοι για να αποφύγουν το παρεμβατικό βενετικό σύστημα συμμετείχαν στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Στα μέσα, ήδη του 18ου αιώνα οι κεφαλλονίτες, οι ζακυνθινοί και οι ιθακήσιοι έμποροι είχαν κάνει επενδύσεις στο 1/3 περίπου των πλοίων του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Η συνεργασία αυτή ήταν αρκετά περίπλοκη και δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσει κανείς τους επτανήσιους από τους μεσολογγίτες. Τα πλοία αυτά ταξίδευαν με τη βενετσιάνικη ή οθωμανική σημαία ανάλογα με το τι τους εξυπηρετούσε ως προς τους δασμούς που ίσχυαν στα διάφορα λιμάνια. Μάλιστα, αυτά τα συνεταιρικά σκάφη, προς το τέλος του αιώνα, συνήθιζαν να τα ονομάζουν greco-ottomana.

Στα 280 σκάφη, με τα οποία ταξίδευαν οι επτανήσιοι, διακρίνουμε 20 διαφορετικούς τύπους. Πρώτη έρχεται η Κεφαλονιά με 173 σκάφη ακολουθεί η Ζάκυνθος με 70 και έπεται η Κέρκυρα με 14. Από τα πρώτα σκάφη που χρησιμοποίησαν οι επτανήσιοι τον 18ο αιώνα είναι η Maraliana (εμπορική φρεγάτα), η joviana (πρόκειται για μεγάλα σκάφη με πλήρωμα έως δώδεκα άνδρες), η πολάκα, η Chechia, η Ταρτάνα, η Ταρτανέλλα και ο Pinco. Η νάβα, το τριίστιο αυτό σκάφος ήταν σε χρήση από τους επτανήσιους που είχαν στην κατοχή τους τον 18ο αιώνα, εικοσιοκτώ τέτοια σκάφη. Τα βριγαντίνια εμφανίζονται προς το τέλος του αιώνα και χρησιμοποιούνται από τους έλληνες μέχρι και τον 20ο αιώνα.

Στο μεταξύ η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου είχε παρακμάσει. Τα Επτάνησα στις παραμονές της πτώσης της Βενετίας παρουσίαζαν 1 εκατομμύριο λίρες το χρόνο έλλειμμα, το οποίο η μητρόπολη αδυνατούσε να καλύψει. Περιορισμένη πλέον στα Επτάνησα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον ξένο εμπορικό ανταγωνισμό. Παράλληλα, οι νέες φιλελεύθερες ιδέες για αυτοδιάθεση και χειραφέτηση των λαών, που είχαν διαδοθεί στην Ευρώπη και είχαν βρει πρόσφορο έδαφος στα πνεύματα των επτανησίων σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στη διεθνή πολιτική σκηνή, οι οποίες είναι ραγδαίες, θα αποτελέσουν τον επίλογο της βενετικής κυριαρχίας στα Επτάνησα. Ο ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών δυνάμεων είναι αυτός που θα επηρεάσει και την τύχη των Ιονίων νήσων.

Η κατάλυση της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου από το Ναπολέοντα σήμανε την έναρξη μιας νέας εποχής για τα Επτάνησα. Με την συνθήκη του Campoformio στις 17/10/1797 τα Επτάνησα μεταβάλλονται σε γαλλική αποικία. Η προσάρτηση στη γαλλική Δημοκρατία ικανοποίησε τους δημοκρατικούς κατοίκους της Επτανήσου. Το μεγαλύτερο ενθουσιασμό για τις δημοκρατικές ιδέες και για την πολιτική μεταβολή έδειξαν οι καλλιεργημένοι αστοί και το λαϊκότερο στοιχείο των πόλεων.

Η Γαλλία, όμως, δεν μπόρεσε να εδραιώσει την κυριαρχία της καθώς δυο χρόνια αργότερα, το 1799, οι ρώσοι καταλαμβάνουν τα νησιά και ανασυστήνουν το παλαιό αριστοκρατικό καθεστώς, το οποίο είχε καταργηθεί από τους γάλλους. Η ρωσική κατοχή δίνει νέα ώθηση στη ναυτιλία της Επτανήσου. Τα ιονικά καράβια σηκώνουν τη ρωσική σημαία και πλέουν ελεύθερα στα λιμάνια της Μεσογείου. Ένα χρόνο αργότερα στις 15/03/1800, υπογράφεται η συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, η οποία ανακηρύσσει τα Επτάνησα ανεξάρτητο κράτος. Η συνθήκη όριζε και τη σημαία του νέου κράτους, όπου ο χρυσός λέοντας της Βενετίας, που έδειχνε τις αναμνήσεις του παρελθόντος, κρατούσε το ευαγγέλιο, από το οποίο περνούσαν επτά βέλη ( ένα για το κάθε νησί), σε σκούρο γαλάζιο φόντο. Το πόσο σημαντικό ρόλο έπαιζε η ναυτιλία στην οικονομία του κράτους φαίνεται από το άρθρο Ζ΄ της συνθήκης όπου έκανε λόγο για την ελευθερία του εμπορίου και της ναυτιλίας των νησιών.

Το νέο κράτος έσπευσε να ορίσει προξένους σε εμπορικά λιμάνια, όπως η Οδησσός, η Χερσώνα, η Γένοβα και το Λιβόρνο. Στο μεταξύ, είχε ήδη αρχίσει η μεγάλη έξοδος των κεφαλλήνων και ιθακησίων εμπόρων προς τη Δύση αλλά ιδιαίτερα προς τη Μαύρη θάλασσα, το Δούναβη και την Αζοφική.

Τα διεθνή γεγονότα, όμως, θα συμπαρασύρουν για άλλη μια φορά τις κατοχικές αλλαγές στα νησιά. Το 1807 οι γάλλοι θα κατακτήσουν και πάλι τα νησιά καταλύοντας την Επτάνησο πολιτεία. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1814, οι βρετανοί καταλαμβάνουν τα νησιά και με την συνθήκη που υπογράφεται στο Παρίσι το 1815 η Επτάνησος θα μετατραπεί σε αγγλικό προτεκτοράτο ως το 1864 όπου η Επτάνησος θα ενωθεί με την υπόλοιπη Έλλαδα.

Για τα πρώτα είκοσι χρόνια του 19ου αιώνα οι πληροφορίες για την ανάπτυξη της ναυτιλίας των νησιών και τον αριθμό των σκαφών είναι αποσπασματικές και αμφιλεγόμενες. Μέχρι το 1807 δόθηκαν από το κράτος πάνω από τετρακόσιες άδειες ναυσιπλοίας σε σκάφη που κατασκευάστηκαν στα νησιά κυρίως στην Κεφαλονιά και στην Ιθάκη. Στα 1816 οι Ιόνιοι και κυρίως οι κεφαλλονίτες εμπορεύονταν σιτηρά, χαβιάρι από την Ρωσία, κρασί, λάδι ελιάς, ξηρούς καρπούς από τα Επτάνησα. Η Οδησσός, το Ταιγάνι και ο Δούναβης ήταν τα κύρια λιμάνια φόρτωσης. Εκεί ένας μεγάλος αριθμός θιακοκεφαλονιτών εμπόρων ήταν μόνιμα εγκατεστημένος. Φαίνεται, ότι μέχρι αυτή την περίοδο δεν είχαν ακόμη αποκτήσει εμπιστοσύνη στην ιονική σημαία και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν τη ρωσική- αυτό βέβαια είχε και εμπορική εξήγηση γιατί έτσι διευκολύνονταν οι συναλλαγές με την Ρωσία.

Αναφέρθηκε πιο πάνω ότι πολλοί επτανήσιοι είχαν εγκατασταθεί στο Δούναβη και στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, μπόρεσαν να συνδεθούν γρήγορα με τη φιλική εταιρεία. Γνωρίζουμε, ότι λίγο πριν ξεσπάσει η επανάσταση, ο Α. Υψηλάντης αλληλογραφούσε με επτανήσιους. Με το που ξέσπασε η επανάσταση οι επτανήσιοι έτρεξαν αμέσως να βοηθήσουν τους υπόδουλους αδελφούς τους συνεισφέροντας στον αγώνα χρήματα αλλά και έμψυχο υλικό. Είναι, επίσης, γνωστή η συμβολή των επτανησίων προς το πολιορκημένο Μεσολόγγι. Πολλοί ήταν οι επτανήσιοι καραβοκύρηδες που από φιλανθρωπικά αισθήματα βοηθούσαν χιλιάδες πρόσφυγες, καταδιωκόμενους από τους τούρκους και τους μετέφεραν στην Επτάνησο με τα σκάφη τους. Η ιονική ναυτιλία έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη μακροχρόνια άμυνα του Μεσολογγίου που κάποτε πρέπει να της αναγνωριστεί. Η επανάσταση του 1821 γέμισε ελπίδες και τις δικές τους καρδίες όπου φούντωνε ο ενθουσιασμός για τον ξεσηκωμό του γένους και η προσδοκία για εθνική αναγέννηση.

Από διάφορες στατιστικές παρατηρούμε ότι αμέσως μετά την επανάσταση σημειώνεται πτώση στη κίνηση των νησιών ως και το 1831. Αμέσως μετά αρχίζει μια ανοδική πορεία με φυσιολογικές αυξομειώσεις. Στα μέσα του 19ου αιώνα η επικοινωνία με την Αδριατική έχει μειωθεί και έχει αυξηθεί η κίνηση με την Κωνσταντινούπολη. Το 1853 ξεσπά ο Κριμαϊκός πόλεμος που αναστάτωσε τις επτανησιακές μεταφορές αφού τα περισσότερα σκάφη διακινούσαν τα σιτηρά της Μαύρης θάλασσας και ιδιαίτερα της Ρωσίας. Όμως, από το 1856 και μετά παρατηρείται μια κατακόρυφη αύξηση. Η Κεφαλονιά προηγείται σε αριθμό σκαφών και έπεται η Ιθάκη. Υπολογίζεται ότι γύρω στα 1859 η Κεφαλονιά είχε 146 σκάφη άνω των 26 τόνων και τα υπόλοιπα νησιά 103 σκάφη. Ο μεγαλύτερος εφοπλιστής την εποχή αυτή είναι ο Κεφαλλονίτης Ανδρέας Αθ. Βαλλιάνος και ακολουθούν αρκετοί μεγάλοι πλοιοκτήτες, όλοι κεφαλλονίτες και Θιακοί. Από το τελευταίο τέταρτο του αιώνα η ναυτιλία των νησιών άρχισε να μειώνεται σταθερά και προς τα τέλη του είναι σχεδόν ανύπαρκτη.

Η επτανησιακή ναυτιλία που έκανε τα πρώτα νηπιακά της βήματά στα τέλη του 15ου αιώνα εκτοξεύτηκε κατά το 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα. Το ελεύθερο πνεύμα και η ιδιοσυγκρασία των επτανησίων είναι τα χαρακτηριστικά που τους ώθησαν να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις εκείνες που τους οδήγησαν σε μια αξιόλογη οικονομική και πολιτισμική άνθιση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βακαλόπουλος Απ.Ε. : Ιστορία του νέου ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1988 τομ.β΄&δ΄
Βλασσόπουλος Νικ. Στ.: Η ναυτιλία των Ιονίων Νήσων, 1700-1864,τόμ.Α΄Αθήνα 1995
Βλασσόπουλος Νικ.Στ.: Ιόνιοι έμποροι και καραβοκύρηδες στη μεσόγειο, 16ος-18ος αιώνας, Αθήνα 2001
Πλουμίδης Γ.Σ: Οι βενετοκρατούμενες Ελληνικές χώρες μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου Τουρκοβενετικού πολέμου (1503-1537), Ιωάννινα 1974 ΙΕΕ, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε, Τομ. Ι΄& ΙΑ

Ένας Μύθος

ΚAlexander Freiherr von Warsberg: Ithaka, Wien 1887
Μετάφραση: Σαντίνα – Ανίτα Μαρκέτου

Ο Δίας στην εξορία

Ένας επίλογος στις μεταμορφώσεις του Οβίδιου

Σήμερα μου διηγήθηκε ένας νεαρός βαρκάρης, που με πήγε με τη γαΐτα του μια βόλτα γύρο απ’ το νησάκι του Δία – γιατί ν’ αράξουμε εκεί ήταν αδύνατο λόγω των κυμάτων – την ιστορία, πώς αυτός ο βράχος είναι η μοναδική σύγχρονη ανάμνηση από την πανάρχαια λατρεία του Δία στην Κεφαλονιά. Αυτή η μυθική περιπέτεια φθάνει μέχρι τα χριστιανικά μας χρόνια και έτσι ήταν αδύνατο να συμπεριληφθεί στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, που αφηγούνται τις μεταμορφώσεις αυτού του Έλληνα πατέρα των Θεών. Εντούτοις, είναι ζωντανή και μεταδίδεται από τις μανάδες στα σημερινά παιδιά, όπως με διαβεβαίωσε ο νεαρός.

Πόσο παλαιά είναι η λατρεία του Δία στην Κεφαλονιά, κατ’ αρχήν δεν ήξερε να μου πει. Όταν, όμως, του ανέφερα ότι, σύμφωνα με τις αρχαιολογικές μου γνώσεις, τη λατρεία του Δία έφεραν στη Νότια Κεφαλονιά οι Κρητικοί, προ 2000 χρόνων, και ότι προηγουμένως κυριαρχούσε στη Σάμη η λατρεία της Αθηνάς, με αντέκρουσε περήφανα και μου δήλωσε:
-Οι Άνθρωποι δεν εισάγουν ποτέ και πουθενά Θεούς. Ο Θεός έρχεται πρώτα, και είναι η αρχή όλων των Ανθρώπων. Έτσι έγινε κι εδώ.

Όταν ο Ζευς κληρονόμησε τον πατέρα του, όχι με τελείως νόμιμα μέσα, κατέλαβε αμέσως ορισμένες εμφανείς τοποθεσίες για να εδραιώσει την κυριαρχία του, όχι μόνο στον Ουρανό αλλά και στη Γη. Μια απ΄ αυτές τις τοποθεσίες ήταν και το Μεγάλο Βουνό (Monte Nero) στην Κεφαλονιά, το οποίο ο βαρκάρης μου θεωρούσε σαν ένα από τα ψηλότερα, αν όχι το ψηλότερο βουνό της υφηλίου. Το ότι οι άνθρωποι έχτισαν βωμούς και ναούς στα μέρη που διάλεξαν οι Θεοί, ήταν μοναδικό έργο των Θεών και όχι των ανθρώπων. Ο Δίας δεν έχει να τους ευχαριστήσει για τίποτε, όπως δεν έχει και το στόμα το χέρι, το οποίο άθελά του φέρνει το φαγητό στη γλώσσα. Διότι χωρίς την καθοδήγηση του Θεού χωρίς τη θεϊκή συνδρομή, οι άνθρωποι δεν θα τελούσαν ποτέ αυτή την τοπική λατρεία. Και τέλος παίζει ρόλο ποιος στέλνει τις σκέψεις και όχι ποιος τις έχει. Άλλωστε, ήταν ο ίδιος ο Δίας, που έδωσε νόημα σε όλα αυτά, αλλιώς θα ζούσαν ακόμα σε ειδωλολατρικούς παραλογισμούς. Όλ’ αυτά τα ξέρουν όλοι σ΄ αυτό το Νησί, πολύ καλύτερα απ’ ότι στα γερμανικά βιβλία και στα γερμανικά πανεπιστήμια. Και εκτός αυτού, αυτός τα ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον στην Κεφαλονιά, γιατί όπως θα μου το επιβεβαιώσουν και όλοι οι βαρκάρηδες της Πεσσάδας, μόλις γυρίσω πίσω, η καταγωγή του κρατάει από κείνα τα πρώτα χρόνια των Θεών.

Λέγοντας αυτά, σηκώθηκε περήφανα μπροστά στο τιμόνι, όπου εν τω μεταξύ είχε ακουμπήσει, και φερμάρισε τη σκότα του πανιού ώστε να στρίψουμε λίγο δεξιότερα προς την ανοιχτή θάλασσα, αφού είδε ότι στα αριστερά του, κοντά στο νησάκι του Δία, ήταν μια επικίνδυνη ξέρα. Είχαμε απορροφηθεί τόσο από την κουβέντα, που με τρόμο βλέπαμε και ακούγαμε:
πως η θάλασσα βρυχάται πάνω στα βράχια

όπως λέει κι ο ποιητής.

Τώρα μόλις αντιλήφθηκα, πόσο όμορφος ήταν ο βαρκάρης μου, τώρα που βγήκε από τη σκιά του μεσημεριανού ουρανού και της καταγάλανης θάλασσας:

Ένας νέος που ανθίζει,
Με τα μάγουλά του μαυρισμένα,
Μέσα στα γλυκά θέλγητρα της νιότης.

Στα μαύρα του σγουρά μαλλιά φορούσε μια κόκκινη φρυγική σκούφια, ένα παλιό, στενό, ξεπλυμένο παντελόνι, που είχε ανασκουμπώσει έτσι, ώστε τα πόδια του να είναι γυμνά. Το άσπρο πουκάμισο ριγμένο στους ώμους με το στήθος γυμνό, τα μπράτσα ακάλυπτα ώστε να διαγράφεται η κλασική του μορφή σε όλο της το μεγαλείο. Πραγματικά συναντά κανείς σ’ αυτές τις χώρες ανθρώπους, που σε κάνουν να καταλαβαίνεις γιατί οι Θεοί είχαν ανθρώπινη όψη, και οι οποίοι είναι τόσο θεϊκοί, ώστε να φαίνεται τελείως φυσικό το ότι σε μια άλλη θρησκεία οι Θεοί ήρθαν στη Γη με ανθρώπινη μορφή. Στο δικό μας ανάπηρο Βορρά, αυτό αντηχεί σαν βλασφημία. Εδώ όμως είναι ξεκάθαρο, ότι ακριβώς τέτοιοι ανθρώπινοι θεοί και μόνο με το βλέμμα τους έπειθαν και προσηλύτιζαν τους θαυμαστές και τους πιστούς τους. Ακόμη κι εγώ άκουγα πλέον ευπειθέστερα τη μυθολογική φλυαρία του καπετάνιου μου, αφού τον πρόσεξα καλύτερα και τον βρήκα τόσο θεϊκά ωραίο.

Για ένα διάστημα, προχωρήσαμε σιωπηλά έως ότου ξανάφερε το μικρό σκάφος σε σίγουρη πορεία. Άλλωστε του είχα μηνύσει να μην ρισκάρει τίποτα – και μόνο μια βόλτα θα είναι για μένα κέρδος, του είχα πει – αφού κατάλαβα ότι η αποστροφή του στο να αποβιβαστούμε στο θεϊκό νησάκι ήταν ανυπέρβλητη, είτε γιατί φοβόταν τα κύματα, είτε για κάποιον άλλο μυστηριώδη λόγο.

Έτσι άρχισε πάλι να διηγείται – αφού στηρίχτηκε στο τιμόνι και με το κεφάλι σκυμμένο, ώστε να μην βλέπω τα μάτια του – πώς έχτισαν οι άνθρωποι τους ναούς προς τιμήν του μεγαλύτερου των Θεών, στο Μεγάλο Βουνό, στον κάβο Σκάλα και στη κοιλάδα του Ρακλί, που είναι γεμάτη δάφνες. Σε όλο το Νησί, κυριαρχούσε μόνο αυτή η λατρεία και κάθε σπιθαμή Κεφαλονίτικης γης ήταν αφιερωμένη στο Δία σαν να ήταν ιδιοκτησία του. Οι άνθρωποι την είχαν μόνο δανειστεί απ’ αυτόν και σαν ένδειξη υποταγής της επικυριαρχίας του όλες οι εικόνες του Δία είχαν στο αριστερό χέρι ένα κλαδί δάφνης από το Ρακλί και στο δεξί αντί του σκήπτρου, ένα κουκουνάρι από το Μαύρο Έλατο του Αίνου. Μόνο αυτή η βραχονησίδα αποσπάσθηκε με τον καιρό της κυριαρχίας του. Και τούτο συνέβη ως εξής.

Πολλά πλοία έχουν βουλιάξει σ’ αυτές εδώ τις ξέρες. Έτσι και το σκάφος ενός Κύπριου εμπόρου ήταν έτοιμο να εξοκείλει κατά τη διάρκεια μιας τρομακτικής χειμωνιάτικης βραδιάς και ενώ είχε ρότα για την Ιταλία. Μάταια προσευχήθηκε στον Αινήσιο Δία και σε όλους τους άλλους Θεούς, που του ήρθαν στο μυαλό. Το σκάφος του πήγαινε με σιγουριά πάνω στην ξέρα. Τότε, θυμήθηκε την Αφροδίτη, προστάτιδα της γενέτειράς του, Κύπρου. Την παρακάλεσε να τον σώσει και της υποσχέθηκε ότι θα της έφτιαχνε ένα Ιερό πάνω στο νησάκι. Πάραυτα ένα αγριοπερίστερο εμφανίστηκε και κάθισε στο πλωριό κατάρτι του σκάφους, εμφανές σημάδι ότι η Θεά εισάκουσε την προσευχή του, ο καιρός κόπασε και ο Κύπριος έμπορος έφθασε σώος στην Πεσσάδα. Εκεί ξεκίνησε τη θεμελίωση του ναού, τον οποίον τελικά έχτισαν χτίστες από την Κράνη. Έδωσε δε στους ντόπιους ψαράδες αρκετά χρήματα ώστε να χτίσουν ένα Ιερό πάνω στο νησί και κάθε χρόνο την ημέρα της σωτηρίας του να ορίζουν μια παρθένα από το χωριό, η οποία μια φορά το μήνα, θα πηγαίνει στο Ιερό της Αφροδίτης για να το περιποιείται. Άφησε επίσης χρήματα, ώστε η κοπέλα να έχει ένα ωραίο ρούχο και τα ανάλογα κοσμήματα. Αν όμως αθετούσε τις υποχρεώσεις της, όρισε ο Ενοκλής (αυτό ήταν το όνομα του Κύπριου εμπόρου), τότε θα εξέπιπτε του αξιώματός της και θα γινόταν περίγελος του χωριού. Αυτό όμως δεν συνέβη ποτέ σ’ όλους αυτούς τους αιώνες.

Ο Δίας δεν ενοχλήθηκε, που αφαιρέθηκε από την εξουσία του, αυτή η βραχονησίδα. Άλλωστε, δεν ήθελε να δημιουργήσει θέμα με την αγαπημένη του κόρη, η οποία τόσες και τόσες φορές του είχε συμπαρασταθεί στις περιπέτειές του. Αλλά και η Αφροδίτη δεν έδωσε μεγάλη σημασία σ’ αυτό το μικρό Ναό και στις ταπεινές προσφορές των ψαράδων από την Πεσσάδα, καθώς ήταν αφιερωμένα σ’ αυτήν τόσα και τόσα σπουδαία ιερά. Έτσι δεν ασχολήθηκε ποτέ ιδιαίτερα με την ιέρεια από την Πεσσάδα, σε αντίθεση με τους Πεσσαδιάνους που τηρούσαν με ευλάβεια τις υποσχέσεις τους προς τον Κύπριο καραβοκύρη.

Μια μέρα, λοιπόν, που ο Δίας ήταν στη Ρώμη για να δεχθεί τις πλούσιες προσφορές του Αυτοκράτορα – είχαν περάσει ήδη τα χρόνια και ήταν η εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – έμαθε μέσω ενός κεραυνού ότι έπρεπε να επιστρέψει στη Θεσσαλία στον Όλυμπο, που ήταν και η έδρα του Ανατολικού Βασιλείου. Καθώς έτρεχε και τραβούσε τα ινία των φτερωτών αλόγων είδε το Μεγάλο Βουνό, που ήταν στην πορεία του και επειδή ένιωσε κουρασμένος από το μακρινό ταξίδι, τη ζέστη και τον καυτό ήλιο, αποφάσισε να ξαποστάσει στο Ιερό του Αίνου και να απολαύσει τις προσφορές, που υπήρχαν εκεί.

Κάθισε λοιπόν εκεί και σύντομα ένα σύννεφο τύλιξε την κορυφή του βουνού– αδιάψευστο σημάδι, ότι ο Δίας είναι στο Μεγάλο Βουνό ακόμα και στις μέρες μας–δεν άργησε να τον πάρει ο ύπνος. Όταν ο Δίας ξύπνησε και το σύννεφο διαλύθηκε, κατάλαβε ότι ήταν πλέον «η ώρα που ξεπεζεύουν τα βόδια». Ο ορίζοντας του Ιονίου είχε ήδη πάρει αυτό το τυπικό/ γνώριμο φωτεινό βαθύ κόκκινο/ βαθυκόκκινο χρώμα. Καθώς λοιπόν ο Δίας άρχισε να ζεύει στην άμαξα τα άλογα με τις χρυσές χαίτες, έπεσε το βλέμμα του στο μικρό νησάκι της Αφροδίτης. Εκείνο το απόγευμα, την ώρα που ο Δίας κοιμόταν είχαν έρθει οι ψαράδες με τις στολισμένες βάρκες τους να εγκαταστήσουν την καινούρια/ τη νέα ιέρεια στο ιερό. Είχαν ταΐσει τα αγριοπερίστερα, είχαν κάνει τη θυσία τους στη Θεά και είχαν πλέον επιστρέψει στην Πεσσάδα, μόνη η Ιέρεια ήταν καθισμένη στα σκαλιά του Ναού για να ξεκουραστεί, αποκαμωμένη από την τελετή, που είχε προηγηθεί, και αφουγκράζονταν/ αφουγκραζόταν τον παφλασμό των κυμάτων που έμοιαζε με το τραγούδι της σειρήνας. Φαίνεται ότι ο Θεός Πάνας, που πάντα βοηθάει τον Δία στις ερωτικές του περιπέτειες, της είχε ήδη ψιθυρίσει γλυκές αισθησιακές κουβέντες και η κοπελιά έτσι απορροφημένη άρχισε να μοιάζει στην ίδια τη Θεά Αφροδίτη. Ο Δίας την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα.

Τίποτα δεν μπορούσε πλέον να τον κάνει να φύγει από το Μαύρο Βουνό. Η συνέλευση των Θεών στο θεσσαλικό Όλυμπο έπρεπε να αναβληθεί. Στην πραγματικότητα, ήθελε απλά/ απλώς να πέσει στο νησάκι, που βρίσκεται στους πρόποδες του Μεγάλου Βουνού, σαν ένας αετός που επιτίθεται σ’ ένα λαγό που έχει δει από ψηλά. Αλλά δεν τολμούσε καθ’ ότι/ γιατί ήταν η γη του παιδιού του, το ιερό μιας άλλης Θεάς. Αυτόν το νόμο τον είχε θεσπίσει ο ίδιος. Αλλά παραμόνευε όλη τη νύχτα και επειδή είχε απίστευτη όραση μπορούσε να την βλέπει και να την παρατηρεί στο φως των αστεριών, ενώ αυτή εκτελούσε τα καθήκοντά της προς την Αφροδίτη.

Ο Δίας φώναξε επειγόντως την Αφροδίτη, που βρισκόταν στο Ακρωτήρι δίπλα από την Καλχηδονία??? στον Εύξεινο Πόντο. Την παρακάλεσε να του προσφέρει την ιέρεια του νησιού της στην Κεφαλονιά. Ήθελε να της μάθει την αληθινή χαρά της ζωής και να σβήσει τους σκοτεινούς λεκέδες της μελαγχολίας από τα μάτια της. Αλλά η Αφροδίτη δεν τον άφησε να χαλάσει την τάξη στο ιερό της. Κανένας άλλος Θεός, εκτός από την ίδια, δεν είχε εξουσία πάνω στην όμορφη Κεφαλονίτισα όσο διαρκούσε η θητεία της. Ούτε καν ο πατέρας των Θεών, ο Δίας. Μπορούσε και όφειλε να προστατέψει την αθώα κοπέλα όσο της άνηκε. Γιατί απέναντι στους Θεούς δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση για τους ανθρώπους και ενοχή δεν υφίσταται. Αλλά με τους ανθρώπους ήταν αλλιώς.

Αυτά άκουσε ο Δίας και έψαχνε όλο το μήνα έναν άνθρωπο, που να είναι αρκετά όμορφος και γοητευτικός, ώστε με αυτή τη φιγούρα να παραπλανήσει το φτωχό κορίτσι στην επόμενη τελετή και να γίνει η ίδια θυσία στον δικό του βωμό.

Αλλά όσο κι αν έψαξε σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, δε βρήκε ομορφότερο νέο από έναν ψαρά από το χωριό της Πεσσάδας, τον οποίο και η νεαρή Πεσσαδιάνα είχε γλυκοκοιτάξει. Με την αγαπημένη του τέχνη της μεταμόρφωσης, μετατράπηκε/ μεταμορφώθηκε στον πανέμορφο νέο. Αντέγραψε κάθε μικρή λεπτομέρεια του νέου, ώστε να μοιάζει απόλυτα στον ψαρά, που τόσες φορές είχε δει η Κοπελιά να ξαπλώνει τα ζεστά μεσημέρια στην παραλία ή γυρνώντας από το ψάρεμα τα βράδια, να φτιάχνει τα πανιά και τα δίχτυα του. Τα λίγα κουρέλια που κρεμόντουσαν από τα ρούχα του έδειχναν σαν κοσμήματα πάνω του και μια πραγματικά θεϊκή ψυχή έλαμπε μέσα απ’ αυτή τη μορφή. Έτσι αγνώριστος κατέβηκε ο Θεός στη Γη.

Όταν έφτασε το δεύτερο μήνα η μέρα της θυσίας και η ιέρεια πήγε πάλι για την τελετή στο νησί, πήγε και αυτός μέχρι εκεί. Οι άνθρωποι της Πεσσάδας που ζούσαν από τον καθημερινό τους μόχθο δεν μπορούσαν κάθε μήνα να κάνουν μια αργία. Άντρας και γυναίκα ζούσαν και ζούνε από τη θάλασσα στην Πεσσάδα. Το απόγευμα εφοδιάστηκε λοιπόν η κοπελιά με λουλούδια, ιερό λάδι και ξύλο και πήρε τη βάρκα του πατέρα της. Και με το ήπιο στεριανό αεράκι σαλπάρισε προς το νησί της Αφροδίτης. Γρήγορα φούσκωσε το πανί, σαν να βοηθούσε κάποιος Θεός, και έφτασε στην ιερή ξέρα.

Ο Δίας, μεταμορφωμένος, ήταν ήδη εκεί. Την άφησε να βγει και ν’ ανέβει στο βράχο. Τότε, έδεσε τη βάρκα της στη δικιά του ώστε να μην μπορεί πια το κορίτσι να φύγει.

Αυτή έκατσε πάλι όπως και την πρώτη φορά στο ναό κοιτώντας το δειλινό και χαμένη στο απέραντο. Έτσι έχασε την αίσθηση του τι συνέβαινε κοντά της και δεν κατάλαβε πως ένας άνθρωπος σκαρφάλωσε μέχρι τα πόδια της. Εκεί ακριβώς βρισκόταν πλέον ένας σγουρομάλλης άντρας με χαμογελαστό πρόσωπο, υπέροχα μάτια και κορμί φτιαγμένο σαν από μάρμαρο. Και της ψιθύρισε τόσο ήρεμα και μελωδικά όπως το σκάσιμο των κυμάτων στους βράχους:

–Ρίξε με πίσω, αγαπημένη, στην θανατηφόρα άβυσσο, αν το αντέχει η καρδιά σου, αφού η μοίρα μου σου ανήκει και την κρατάς στα χέρια σου.

Δεν τον έσπρωξε, αλλά τρέμοντας και κλαίγοντας από την αναστάτωση και την έκπληξη τον κοίταξε και ψέλλισε:

–Γιατί μου το έκανες αυτό; Γιατί αυτή η επίσκεψη; Εγώ δε σε φώναξα.

Τότε της εξήγησε πως από πολύ πρωί, πριν ακόμα ξημερώσει καλά–καλά, ψάρευε αλλά δεν είχε πιάσει ούτε ψαράκι. Ντρεπόταν να γυρίσει με τελείως άδεια χέρια. Ποτέ δεν το είχε κάνει. Και έτσι ήλπιζε να ξεγελάσει τα ψάρια στο φεγγαρόφωτο. Για τις ενδιάμεσες ώρες άραξε εκεί ανάμεσα στους βράχους. Την τελετή που γινόταν εκείνη τη μέρα στο νησάκι, μα το Δία, δεν την σκέφτηκε–το ορκίστηκε στον εαυτό του οπότε δε διέπραξε ψευδορκία–άρα και δεν είχε προσχεδιάσει να της κάνει κακό. Τότε την είδε να έρχεται και μια που ήταν ήδη εκεί επέτρεψε στον εαυτό του να κουβεντιάσει λίγο μαζί της. Έτσι θα πέρναγαν πιο γρήγορα οι ώρες και για τους δύο τους.

Μετά από αυτό, του έκανε λίγο χώρο και έγειρε λίγο προς τα δεξιά ώστε να μπορεί να κάτσει ο Θεός και να ξαποστάσει δίπλα της. Δεν έδειχνε να φοβάται πια, ούτε έκλαιγε. Αντίθετα μάλλον χαιρόταν με την ευχάριστη συντροφιά.

Έτσι κάτσανε κάτω από το άγαλμα της Θεάς, που όλο και πιο ευνοϊκά χαμογελούσε, τα δύο ομορφότερα τέκνα ολόκληρης της Ελληνικής Γης. Οι δύο άνθρωποι και το άγαλμα είχαν πάρει ένα χρυσό χρώμα από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που έδυε. Από τις ευτυχισμένες τους ψυχές έβγαινε στα πρόσωπά τους τέτοια λάμψη όπως αυτή που καθρεφτιζόταν στο μάρμαρο. Ένα πορφυρό χρώμα έπεσε γύρω τους πάνω στην αφροδισικά κυματώδη θάλασσα και μαγικά, ο ουρανός τούς σκέπασε σαν πέπλο. Όλα ήταν αιθέρια καθαρά και διάφανα σαν να κατέβηκε μαζί με το Δία και ο Όλυμπος στη γη. Και είναι ακόμα έτσι, όταν κατά το δειλινό ή το ξημέρωμα υπάρχει μια τόσο υπέροχη ατμόσφαιρα, τότε ακόμα μια φορά ένας Θεός έχει κατέβει στη γη για να ικανοποιηθεί με γήινη ηδονή.

Η πανσέληνος άρχισε να ανατέλλει και έδωσε μια μυστηριώδη ζωή στο άγαλμα της Αφροδίτης. Τώρα έμοιαζε να χαμογελά ειρωνικά καθώς η Κοπελιά διηγιόταν ιστορίες από την παιδική της ζωή και μετά αυτός σαν άλλος Οδυσσέας της εξιστορούσε για όλα τα θαύματα και τα παράξενα που είχε δει να κάνει ο Δίας στα διάφορα ταξίδια του. Γιατί ο Πεσσαδιάνος καθώς ήταν ορφανός, ήταν ήδη ναυτικός και για να ζήσει είχε κάνει πολλά μακρινά ταξίδια.

Έτρεμε από τις τρομακτικές ιστορίες της Σκύλλας και της Χάρυβδης που της διηγούνταν, και φοβόταν τους Κύκλωπες. Είχε αρχίσει να δροσίζει, σηκώθηκε ένα αεράκι και ο ουρανός είχε συννεφιάσει. Γι’ αυτό φρόντισε να την φέρει κοντά στη ζέστη του κορμιού του και η αναπνοή του να είναι μέσα στο στόμα της.

Το επόμενο πρωί, όταν πια είχε χαράξει, ο νέος άναψε με ευγνωμοσύνη την ιερή φλόγα. Το άγαλμα πάλι χαμογελούσε αλλά αυτή τη φορά ήρεμα, θεϊκά. Με κάποια κατανόηση προς το Θεό που είχε ανάψει τη φλόγα. Η Ιέρεια ήταν κάπως αμήχανη καθώς τάιζε τα περιστέρια και κατά τη διάρκεια του αποχωρισμού κοκκίνισε. Και ενώ αυτός απομακρυνόταν στη θάλασσα για να ψαρέψει και αυτή ετοιμαζόταν για την επιστροφή της, του φώναξε με την αθώα, παθιασμένη ειλικρίνεια των γυναικών του νότου:

–Μην ξεχάσεις, τον επόμενο μήνα θα γίνει πάλι η τελετή και θα περάσω πάλι εδώ τη νύχτα.

Και αυτός δεν το ξέχασε. Και το θυμόταν με ακρίβεια κάθε μήνα για δέκα μήνες.

Αλλά τον ενδέκατο, που ήταν και ο τελευταίος της θητείας της, είδε από μακριά μια πομπή με στολισμένες τις βάρκες των Πεσσαδιάνων να πηγαίνει προς το ιερό νησί όπως εκείνη την πρώτη φορά, που είδε το κορίτσι από τον Αίνο. Αλλά ήξερε πως αυτό ήταν ενάντια στους κανόνες. Στην αρχή, σκέφτηκε πως αυτό γινόταν λόγω της ανεπανάληπτης ομορφιάς της μικρής Ιέρειας. Αλλά όταν, πλησίασε και μπορούσε πλέον να διακρίνει περισσότερα, άρχισε να αμφιβάλλει. Δεν υπήρχαν πουθενά φύλλα δάφνης, κλαδιά πεύκου ή κουκουνάρια από τα έλατα του Αίνου, που συνήθως στόλιζαν τις βάρκες. Ούτε στεκόταν στην πλώρη του πρώτου καραβιού η Ιέρεια. Στην θέση της στεκόταν ένας ψηλός, ηλικιωμένος, τρομακτικός, μαρτυρικός άντρας με χλωμό, λεπτό πρόσωπο και μακριά γένια, μάλλον άσχημος. Αυτός κρατούσε ένα σύμβολο στο χέρι. Ένα σύμβολο, που είχε συναντήσει αρκετές φορές ο Δίας στα ταξίδια του στις φοινικικές ακτές και στην Καρθαγένη, και στο οποίο είχε δει να σταυρώνουν σε αυτό τους χειρότερους εγκληματίες. Όλες οι βάρκες είχαν αυτό το σταυρό στην πλώρη και στο άλμπουρο τους. Όσο πλησίαζαν το νησί, τόσο πιο ψηλά και επιβλητικά κρατούσε το σταυρό ο νέος ιερέας. Σαν να ήθελε με αυτό το σκήπτρο να πάρει τη θάλασσα υπό την κατοχή του και να διώξει τα κακά πνεύματα της θάλασσας με τέτοιο τρόπο που ακόμα και οι Θεοί να επαινέσουν και να αναγνωρίσουν τον καινούργιο Κύριο.

Όταν έφτασαν στο νησί και είδαν το βωμό και το Ναό, βγήκε ο σταυροφόρος με το νέο σκήπτρο της εξουσίας και ευλόγησε το νέο καθεστώς στο νησί. Με υπόγεια φωνή κουνήθηκαν γη και θάλασσα σαν εναντίωση των Θεών στην τελευταία εξουσία που τους έπαιρναν. Και από την άγρια αγανάκτηση κουνήθηκε ο Ναός και το άγαλμα της Θεάς Αφροδίτης έπεσε από το βωμό–όπου ο Δίας και η Κοπελιά είχαν περάσει τόσα βράδια ερωτευμένοι–και θάφτηκε από μόνο του στα αφρισμένα κύματα, που κάποτε εδώ στη Μεσόγειο την γέννησαν. Δεν ήταν πια επιθυμητή η εξουσία της στη Γη και έτσι οι άνθρωποι δεν ήθελαν και το όμορφο άγαλμά της, το τελευταίο στη Γη, που φύλαγε όλη τη δύναμη της μαγείας της.

Ο ναός παρέμεινε εκεί για κάμποσο καιρό ακόμα καθώς ήταν γερά φτιαγμένος, μια δουλειά εκείνων των καιρών. Κράτησε μέχρι το μεσαίωνα, μέχρι που η θάλασσα και ο αέρας πήραν πια όλες τις πέτρες και δεν άφησαν τίποτα στο δόλιο Δία για να θυμάται. Όταν λοιπόν επικράτησε και στο νησί η νέα πίστη, είδε ο Δίας την αποστροφή των ανθρώπων από τους Ολύμπιους Θεούς και πιάστηκε στα ίδια του τα δίχτυα. Σ’ αυτά στα οποία είχε ρίξει την Ιέρεια και δέθηκε για πάντα με αυτό το ξερονήσι ως ψαράς. Γιατί υπάρχει και για τους αμαρτωλούς Θεούς η αιώνια τιμωρία.

Γι’ αυτό λοιπόν εξορίστηκε ο Δίας στη Γη ενώ οι άλλοι, αθώοι Θεοί πήγαν στον Όλυμπο να παρατηρούν μέσα από τα σύννεφα και την ομίχλη τούς σημερινούς ανθρώπους. Το όνομα του νησιού όμως άλλαξε γιατί ο ιερέας της νέας αυτής θρησκείας σκέπασε το μυστικό της καημένης της Κοπελιάς.

Ανάμεσα στους νέους αποστόλους ήταν και ο όμορφος, μαυρομάλλης νεαρός ναύτης, του οποίου το παρουσιαστικό είχε κλέψει ο Δίας. Στην πραγματικότητα, στα μακρινά του ταξίδια είχε ήδη ασπαστεί τη νέα θρησκεία και γι’ αυτό του ζητήθηκε να γυρίσει στον τόπο του. Με τέτοιο ιεροκήρυκα, με του οποίου το ομοίωμα τόσες φορές είχε βρεθεί στο ναό της Αφροδίτης, ήταν εύκολο για τη μικρή Πεσσαδιάνα να τον ακολουθήσει και στην αλλαγή της θρησκείας. Και με την προίκα, που πήρε ως Ιέρεια, τον παντρεύτηκε. Επειδή όμως ο σύζυγός της άφηνε υπαινιγμούς για την ερωτική της σχέση στο ναό της Αφροδίτης και αυτή ως νόμιμη σύζυγός του τα απαρνιόταν τώρα πια όλα αυτά και φοβόταν κιόλας να κουβαλά μια αμαρτία, τα εξομολογήθηκε όλα στον παπά της ενορίας της. Για να εξιλεωθεί, της είπε, ότι πρέπει κάθε θολή, καλοκαιρινή νύχτα, που αυτός θα την ψάχνει πάλι μέσα από τα πυρετώδη όνειρά της, να προσεύχεται.

Το ακολούθησε αυτό. Αλλά δεν κατάφερε να βγάλει από τη σάρκα της τη γεύση από όλα αυτά τα φιλιά. Ο διάβολος αυτής της θύμησης δεν θα την άφησε ποτέ τελείως. Πολλές φορές στη σιωπή, όταν ο άντρας της έλειπε μέρες και νύχτες στη θάλασσα, η σκέψη της ταξίδευε μέχρι το νησί Δίας–έτσι λεγόταν τώρα πια–και συλλογίζονταν πως οι θεϊκές στιγμές εκεί ήταν οι πιο ευτυχισμένες της ζωής της. Όταν γεννήθηκε πρόωρα ο γιος της και τον έβλεπε να παίζει μπροστά της γυμνός όπως τα παιδιά των ψαράδων με τις αχιβάδες και τα άλλα ζώα της θάλασσας, ένας μικρός ημίθεος, τον κοιτούσε γλυκά και τον φώναζε τον εκλεκτό της, γλυκό της Δία.

Αυτό βέβαια της το απαγόρευαν κάθε φορά, που το άκουγαν ο σύζυγός της και ο παπάς. Αλλά το παιδί, όπως όλοι οι απόγονοι Θεών, έγινε τελικά μεγάλος ήρωας στον πόλεμο, απείλησε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και το όνομά του έμεινε αθάνατο στην πατρίδα του, όπως του Ηρακλή.

Ο Δίας αναγκαζόταν να βλέπει, με τη θεϊκή όραση που του είχε απομείνει, όλες αυτές τις σκηνές αγάπης χωρίς να μπορεί να επέμβει και να παρηγορηθεί. Αναγκάζονταν να βλέπει τις αγκαλιές που έδινε το είδωλό του στην Κοπελιά προκειμένου να την κάνει να ξεχάσει τα φαντάσματα του παρελθόντος και να ζήσει μαζί της μια ήρεμη ζωή. Όπως όλα στο Θεό των κεραυνών, έτσι και η ζήλια του ήταν πολύ δυνατή και αναζωπυρώνονταν από την πολύχρονη ευτυχία του ερωτικού του αντιπάλου. Έτσι ακόμα και σήμερα η ανάμνηση του ξαναζωντανεύει τη ζήλια και τον πόθο του. Αυτό το ταντάλιο βασανιστήριο ήταν και το χειρότερο κομμάτι της ύπαρξης του εξόριστου στο νησί, Δία. Αλλά ήξερε ότι το άξιζε. Ένιωθε σαν νέος Προμηθέας, που του έτρωγαν την καρδιά.

Ο οδηγός μου χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. Το προσπέρασα μέσα στην έκπληξή μου πώς ένας απλός ψαράς κατείχε τη μακρινή ιστορία. Άλλωστε, οι ναυτικοί, ακόμα και οι αμόρφωτοι, είναι κοσμογυρισμένοι. Και τους μύθους που ζουν σ’ αυτούς τους αρχαίους τόπους λένε πως τους κατέχουν καλύτερα αυτοί, που δεν ξέρουν να γράφουν και να διαβάζουν, παρά οι μορφωμένοι.

Αυτά θυμήθηκα και δεν τον ξαναδιέκοψα.

Μόνο μία φορά το μήνα, όταν ερχόταν η μέρα για την επανάληψη της ερωτικής του περιπέτειας–συνέχισε ο οδηγός μου–είχε ο Δίας μια σύντομη λύτρωση από την προμηθεϊκή αυτή εξορία. Μόνο αυτό του άφησε ο Άγιος Απόστολος από την παλαιότερη παντοδυναμία του. Τότε, το πρωί όταν ξυπνούσε–όπως τότε που είχε την Κοπελιά στην αγκαλιά του–έβρισκε πάλι τη μαύρη βάρκα του κρυμμένη στους βράχους και για μια μέρα ήταν ελεύθερος να εξασκήσει το επάγγελμα που είχε χρησιμοποιήσει τότε με πονηρούς σκοπούς. Και το έκανε με υπεράνθρωπη ευχαρίστηση και απίστευτη επιτυχία, έτσι που η σύντομη μέρα τού έδινε νόημα εβδομάδων. Στα γρήγορα ταξίδευε σαν ψαράς στην ανοιχτή θάλασσα για να βλέπει πάλι τη Γη του.

Συχνά όμως, επειδή τον κούραζε και η ανθρώπινη και η θεϊκή μοναξιά, πήγαινε σε κάποια κοντινή παραλία να χαθεί ανάμεσα στους υπόλοιπους ψαράδες. Έτσι έγινε γνωστός στην Πεσσάδα. Τον νόμιζαν εκεί για κάποιο ναυτικό από κάποιο κοντινό νησί, που για δουλειά πήγαινε κάθε μήνα στην Κεφαλονιά. Για να κρατήσει αυτές τις εντυπώσεις, μάλιστα, έκανε κάποια θελήματα. Οι υπόλοιποι τον φώναζαν ιπτάμενο καπετάνιο καθώς πήγαινε τα πράγματα ως το Τζάντε ή ακόμα και μέχρι την Πάτρα, ως εκ θαύματος, μέσα σε μία μέρα. Όλ’ αυτά τα έκανε για να μαζέψει λεφτά, αυτό πίστευαν οι ανόητοι Πεσσαδιάνοι, για να εκπληρώσει ένα τάμα στην θαυματουργή εκκλησία του Αγίου Γερασίμου, στους πρόποδες του Monte Nero.

Μερικές φορές–και εκεί ο τόνος της φωνής του νεαρού έγινε γελαστός-, αλλά αυτό συνέβαινε σπάνια γιατί οι τουρίστες σ’ αυτά τα μέρη δεν είναι πολλοί και ακόμα λιγότεροι αυτοί που επισκέπτονται την Πεσσάδα και θέλουν να δουν το νησί του Δία, οδηγούσε κάποιον ξένο. Και σε αυτόν χάριζε για όλα τα υπόλοιπα ταξίδια του ανοιχτό νου και μάτια, και κατανόηση για όλα τα ωραία και τα μαγικά στη Γη. Οδήγησε και έναν νέο έτσι, όταν πριν πολλές δεκαετίες πέρασε από το πανέμορφο χωριό Μεταξάτα, στους λόφους τις Λειβαθούς. Ο κύριος αυτός ήταν Εγγλέζος, ένας λόρδος, αλλά από εκείνη τη στιγμή έγινε και μεγάλος ποιητής. Από τότε δεν ξέρουμε για κανέναν άλλο, μέχρι τώρα τουλάχιστον, που να τον έχει οδηγήσει ο Δίας.

Μόνο ένα δώρο από την κατάρα, που κουβαλούσε, άφησε ο Δίας με το δαιμόνιο άγγιγμά του στον επιβάτη: τη νοσταλγία για το μακρινό.

Αλλά αυτή η βαρκάδα έπρεπε πάντα να τελειώνει πριν νυχτώσει. Όταν ο ουρανός γινόταν χρυσός και οι σκιές μεγάλωναν, έπρεπε να έχει φτάσει με τον επισκέπτη του στην ακτή ώστε πριν πέσει η νύχτα να είναι η βάρκα πίσω στο νησί του Δία. Αλλιώς θα έχανε αυτές τις μηνιαίες βαρκάδες για ένα χρόνο καθώς δεν θα ξαναεμφανιζόταν η βάρκα.

Ήδη από πριν, όταν ο οδηγός μου μού περιέγραφε με εντυπωσιακές λεπτομέρειες την εμφάνιση της αγαπημένης κοπελιάς, τα κοράλλια που κρέμονταν στα αυτιά της, την κόκκινη κλωστή στο λαιμό της, τα κατσαρά μαλλιά της και η φωνή του παλικαριού γινόταν ζεστή και παθιασμένη σαν να μιλούσε για την δική του αγαπημένη, ήδη αυτά, με είχαν κάνει σκεπτικό. Τώρα με αυτήν την τόσο ζωντανή περιγραφή, που έκανε, και το πώς τόνισε κάποιες λέξεις όλο νόημα, με διαπέρασε σαν ηλεκτρισμένο άγγιγμα. Σαν μόλις να ξύπνησα, βγήκα από τις σκέψεις μου και με το βλέμμα μόνο μπροστά, στη θάλασσα και το ηλιόλουστο κενό, στον ορίζοντα που εκεί στη Δύση είχε γίνει πια τελείως χρυσός, παρακολουθούσα τον αφηγητή.

Είχε σηκωθεί, ώρα τώρα, από δίπλα μου και ακουμπούσε με το δεξί χέρι στο κατάρτι και είχε τα πόδια κάπως σταυρωμένα. Στο αριστερό χέρι κρατούσε ένα κλαδί δάφνης που είχα κόψει το πρωί στον κάμπο ώστε σε ένα ποιητικό όλο νόημα παιχνίδι–έτσι το έφτιαξε η φαντασία μου–να στολίσει με αγιασμό τα ερείπια του ναού στο νησάκι. Το στόμα του χαμογελούσε περήφανα αλλά ομηρικά παιδικά, έτσι που έβλεπα τα μαργαριταρένια δόντια του μέσα από τα κόκκινα χείλη του και τον θεωρούσα ακόμα πιο όμορφο από πριν. Ακριβώς σαν ελληνικό άγαλμα ή Κορινθιακή ζωγραφιά. Αλλά ακόμα περισσότερο έμοιαζε στον μικρό Ορειχάλκινο Νάρκισσο της Πομπηίας. Το όμορφο, νεανικό, ημίγυμνο κορμί του έλαμπε σαν χρυσό από την αντανάκλαση του φωτός του δειλινού, έτσι που το δέρμα του έπαιρνε την υφή και τα χρώματα των ωραιότερων ελληνικών μαρμάρων. Μόνο η πνοή του απογεύματος, που έπαιζε με τα μαλλιά του, δε σε άφηνε να πιστέψεις πως ήταν μια προμηθεΐκη δημιουργία, που απλά δεν είχε ζωντανέψει ακόμα. Σαν παγωμένο ήταν και το βλέμμα του, που το είχε στρέψει στο βραδινό ουρανό, αντίκρυ του, τον οποίο παρακολουθούσε φοβισμένος από ώρα. Εκεί έμοιαζαν να είναι οι μοναδικές έγνοιες του γεροδεμένου νέου, σαν να ερχόταν –αρκετά παράξενο–καταιγίδα παρά τον καθαρό ουρανό. Και τώρα πια παρατήρησα κι εγώ πως το κατάρτι είχε σαν κορώνα, όχι το σταυρό η κάποια άλλη λουλουδοστεφανομένη άγια εικόνα, όπως είναι το έθιμο εδώ και στην Κέρκυρα, αλλά ένα κουκουνάρι από κυπαρίσσι.

«Έτσι και εγώ, με τη λογική,
αλλά έκπληκτος στην ψυχή, διαισθάνθηκα πως είναι Θεός»

Έτρεμα και ίσα που τόλμησα να ρωτήσω πού πάμε, καθώς πλησιάζαμε μεν τη στεριά αλλά μια τελείως διαφορετική, ερημική ακτή και όχι τον μικρό κόλπο της Πεσσάδας, απ’ όπου φύγαμε και όπου είχα βρει το βαρκάρη. Με ηρέμησε και μου είπε πως ο γυρισμός για το Αργοστόλι απ’ όπου ερχόμουν–αυτό μαρτυρούσαν τα πλούσια, αστικά ρούχα μου–θα ήταν πιο άνετος και γρήγορος. Για το λιμάνι της Πεσσάδας ο καιρός ήταν κόντρα. Και πριν προλάβω να σκεφτώ παραπέρα, εντελώς ξαφνικά

«’Σαν να ήταν μια ευθεία πίστα στην οποία τα τέσσερα άλογα
έτρεχαν προς το νήμα του τερματισμού,
έτσι και η βάρκα κάλπασε πάνω στα κύματα
που μας προσπερνούσαν από την πρύμη»’

με λίγα κουνήματα είχαμε ήδη βρεθεί πάνω στην παραλία που είχα δει από μακριά. Μόλις πριν από μια στιγμή είχε φτιάξει το πανί και ώρα κυβερνούσε χωρίς το τιμόνι. Έμοιαζε να μας έχουν οδηγήσει μόνο η θέληση και τα μάτια του.

Πήδηξε πριν από μένα με γυμνά πόδια στην αγνή παραλία και μου πρόσφερε σαν περιζήτητος γονδολιέρης το χέρι του για να βγω και εγώ.

Η ακτή ήταν εντελώς ανέγγιχτη, στολισμένη με γυαλιστερά κοχύλια. Λίγα βήματα πλατιά αλλά απότομη και βραχώδης. Τα κύματα παίζανε με τη βρεγμένη άμμο και ο απογευματινός ουρανός τα έβαφε με χρώματα σαν να είναι όλη η Γη, θαρρείς, ένα σεντούκι μαργαριτάρια.

Καθώς κοιτούσα μαγεμένος, έδεσε ο βαρκάρης μου τη βάρκα σε μια πέτρα σαν άνθρωπος της δουλειάς, μόνο λίγο πιο εκλεπτυσμένα. Αλλά, πάλι, οι Έλληνες θαλασσινοί είναι πιο εξασκημένοι.

Τότε με οδήγησε στους απότομους βράχους σε ένα μονοπάτι, που δε θα το έβρισκα ποτέ μόνος μου. Από ψηλά κρεμόντουσαν τα πεύκα, ως στη θάλασσα, και κάτω από μια κορώνα, που σχημάτιζαν τα βασιλικά αυτά δέντρα, μου έδειξε το δρόμο, που μέσα από τα αμπέλια, θα με οδηγούσε στους γνωστούς μου στα Ντομάτα και μετά σίγουρα στο Αργοστόλι. Παράλληλα, μου έσφιξε γερά το χέρι σαν αποχαιρετισμό, γιατί αυτό είναι έθιμο σ΄ αυτές τις φιλικές, πραγματικά ανθρώπινες χώρες.

Δίστασα βέβαια μια στιγμή να ακουμπήσω το χέρι ενός Θεού. Όταν όμως το κράτησα και ήταν ζεστό, πήρα και το κουράγιο να τον ρωτήσω–αυτόν!–το όνομά του, σαν ανάμνηση της περιπέτειας αυτής.

–Λέγομαι Αίνος–ο κραταιός –και κατάγομαι από την Κρήτη.

Με μερικά πηδήματα τον είδα πίσω στην ακτή, να λύνει τη βάρκα του, να την σπρώχνει μέχρι την πλημμυρίδα και να σηκώνει το πανί για να εκμεταλλευτεί τον ούριο άνεμο. Τότε κάθισε στο τιμόνι.

Η βάρκα πήγαινε σαν αστραπή, δεν είχα δει άλλη φορά βάρκα να πηγαίνει τόσο γρήγορα. Και πριν περάσει μισή ώρα, τον είδα να πλησιάζει το νησί του Δία και να χάνεται στα βράχια σαν κορμί, πανί και το πέτρωμα του νησιού να είναι ένα.

Λοιπόν δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πια. Ο ίδιος ο Δίας, πατέρας Θεών και ανθρώπων είχε οδηγήσει, εμένα, ένα θνητό. Και από όλες τις περιπέτειες του αιώνα, εγώ έζησα τη μεγαλύτερη.

Έμεινα πολύ ώρα ακόμα ακουμπισμένος στο πεύκο. Η εικόνα παραήταν όμορφη, χρωματιστή και φλογερή για μένα:

Η απέραντη θάλασσα, ο πεντακάθαρος ουρανός και, με την τελευταία ηλιαχτίδα πάνω της, η Ζάκυνθος, φλεγόμενη, σαν ηφαίστειο. Σε τέτοιο τοπίο φυσικά μπορείς να ζήσεις ακόμα τέτοιες μυθικές περιπέτειες. Και έτσι πρέπει να ήταν το ηλιοβασίλεμα όταν για τελευταία φορά ο Δίας, μεταμορφωμένος, ήταν στην αγκαλιά της αγαπημένης του. Μα σήμερα ήταν η επέτειος εκείνων των ευτυχισμένων ημερών και η βραδιά δε θα μπορούσε να ήταν αλλιώς.

Όταν πια έφτασα στα Ντομάτα, είχε νυχτώσει τελείως. Χτύπησα στους οικοδεσπότες μου, που αναρωτιόντουσαν πού ήμουν τέτοια ώρα μόνος. Αλλά εγώ δεν τόλμησα να δώσω εξήγηση. Και τη δίνω σήμερα πρώτη φορά, σε ξένο τόπο, γιατί ξέρω πως από τέτοια απόσταση δεν υπάρχει δυνατότητα απομυθοποιητικών ερωτήσεων

Γιατί να μην αφήσεις ένα ευτυχισμένο όνειρο να αιωρείται;

«με τη ζώνη, με το πέπλο
σχίζεις το όνειρο στα δύο».

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Warsberg, Alexander Freiherr von, Γεννήθηκε στις 30.3.1836 στο Saarburg κοντά στο Trier (Γερμανία) και πέθανε στις 28.5.1889 στη Βενετία. Υπήρξε/ Ήταν φανατικός θαυμαστής της Αρχαίας Ελλάδας και γενικότερα της Ανατολής, έγραψε πολλά ταξιδιωτικά βιβλία, ήταν για 10 χρόνια Πρόξενος της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας στην Κέρκυρα (1876–1886) και συνοδός της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρίας στα ταξίδια της στην Ελλάδα και γενικότερα στην Ανατολή. Σύμφωνα με/ κατά κάποιες πληροφορίες μάλιστα σχεδίασε και το Αχίλλειον. Στο τέλος διετέλεσε πρόξενος στη Βενετία όπου και πέθανε.

Έργα: Ένα Καλοκαίρι στην Ανατολή, 1869; Οδυσσειακά Τοπία, 1878; Ομηρικά Τοπία, 1884; Ιθάκη, 1887; Τα καλλιτεχνήματα των Αθηνών, 1892; Ένα Προσκύνημα στη Δωδώνη, 1893.