Μέλι

 

ΤΟ ΜΕΛΙ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ

Ιστορικές Αναφορές
Ο άνθρωπος από την αυγή της ιστορίας του, ζώντας σε άγνωστο και «αφιλόξενο» περιβάλλον, προικισμένος όμως με ένα ιδιαίτερα ανεπτυγμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης, προσπάθησε να αξιοποιήσει όλα τα στοιχεία, στα οποία μπορούσε να έχει πρόσβαση, ως τρόφιμα ή ως φάρμακα. Ένα από αυτά ήταν και το μέλι.
Υπάρχει μία συνεχής παρουσία της μέλισσας και των προϊόντων που ο άνθρωπος μπορούσε να εκμεταλλευτεί, σε όλες τις περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας.
Αρχαιότερο μέχρι στιγμής τεκμήριο μιας τέτοιας συμβίωσης συνιστούν οι απεικονίσεις σε βράχο σκηνών συλλογής μελιού σε σπήλαιο της Ισπανίας χρονολογούμενες από την 6η χιλιετία π.Χ. (Εικ. 19).
Το μέλι αναφέρεται επίσης ως φάρμακο σε πλάκες ηλικίας σχεδόν 5 χιλ. ετών (2.700 π.Χ.) μεσούντος του πολιτισμού της Μεσοποταμίας.
Αρχαίοι λαοί, όπως οι Σουμέριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Χετταίοι, οι Ασσύριοι και οι Αιγύπτιοι, είχαν εντάξει το μέλι στην διατροφή τους, θεωρώντας το επιπλέον θεραπευτικό και φαρμακευτικό μέσο.
Στην λογοτεχνία των Ασσυρίων υπάρχουν επίσης εκτενείς αναφορές στην χρησιμοποίηση του μελιού ως φάρμακο για την αντιμετώπιση παθήσεων των ματιών, των αυτιών ή γυναικολογικών προβλημάτων (~ 2.500 π.Χ.)
Πέντε αιώνες αργότερα (~2.000 π.Χ.) το μέλι και το κερί καταγράφονται ως συνήθη συστατικά φαρμακευτικών σκευασμάτων σε αιγυπτιακούς πάπυρους που βρέθηκαν στο Eber, πηγή η οποία θεωρείται η σημαντικότερη, όσον αφορά στην Αιγυπτιακή Ιατρική και Φαρμακολογία. Στους πάπυρους αυτούς γίνεται αναφορά στη χρήση του μελιού επίσης σε παθήσεις των ματιών, στην επίδεση πληγών ή στην αντιμετώπιση προβλημάτων σχετιζόμενων με το κυκλοφορικό σύστημα.
Στην αρχαία Αίγυπτο κατά τη διάρκεια του Παλαιού Βασιλείου (3η-6η Δυναστεία) το μέλι πιθανότατα θεωρείτο βασιλικό μόνο προνόμιο, καθώς αναφέρεται αποκλειστικά ανάμεσα στις προσφορές στους βασιλικούς τάφους.
Η χρήση του μελιού φαίνεται ότι διευρύνεται κοινωνικά κατά τη διάρκεια του Μέσου Βασιλείου, οπότε και εμφανίζονται βάζα με μέλι ή γλυκά φτιαγμένα με μέλι σε ιδιωτικούς τάφους αξιωματούχων (11η Δυναστεία).
Από το 2.600 π.Χ., όπως αποτυπώνεται σε τοιχογραφίες τάφων (Εικ. …) η μελισσοκομία εξασκείται συστηματικά. Άλλωστε η μέλισσα για τους αρχαίους Αιγυπτίους συμβολίζει την ψυχή του νεκρού, που ζει στην αιωνιότητα.
Το κυνήγι των άγριων μελισσιών και η συλλογή μελιού επεκτάθηκε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Νέου Βασιλείου. Σκηνές συλλογής μελιού εμφανίζονται σε τάφους υψηλόβαθμων υπαλλήλων του κράτους στη Θήβα, χρονολογούμενες γύρω στο 1.500 π.Χ. (18η Δυναστεία). Είναι γνωστό ότι ο Ραμσής ΙΙΙ (1.198-1.166 π.Χ.) συνήθιζε να στέλνει αποσπάσματα στρατιωτών για την προστασία των ‘κυνηγών ‘ μελιού στις εξορμήσεις τους στην έρημο, ενώ οι θεραπαινίδες της Νεφερτίτης και της Κλεοπάτρας παρασκευάζουν αλοιφές περιποίησης σώματος για τις βασίλισσές τους αναμιγνύοντας αρωματικά βότανα, μέλι και κερί.
Ανεξάρτητα εάν τα στοιχεία που έχουν διασωθεί είναι ή δεν είναι αρκετά ώστε να αποδεικνύεται η στενή σχέση της καθημερινής ζωής των αρχαίων αιγυπτίων με τη μέλισσα και τα προϊόντα της, τη σημασία της καταδεικνύει η θέση της στο αιγυπτιακό πάνθεον. «Ο θεός Ρα (ήλιος) έκλαψε και τα δάκρυα από τα μάτια του έπεσαν στο χώμα και μεταμορφώθηκαν σε μέλισσες. Οι μέλισσες άρχισαν αμέσως να τρυγούν το νέκταρ των λουλουδιών και έτσι το μέλι και το κερί γεννήθηκαν από αυτά τα δάκρυα.»

Η Ινδουϊστική, όπως και η Ελληνική αλλά και η Σκανδιναβική μυθολογία συχνά αποδίδει θαυμαστές ιδιότητες στο μέλι και στα άλλα προϊόντα της μέλισσας.

Στις Βέδες, τα ιερά βιβλία των αρχαίων Ινδιών, διασώζονται μύθοι που αναφέρουν ότι το ποτό των θεών παρασκευαζόταν από μέλι, ονομαζόταν «αμπριτά» και θεράπευε όλες τις ασθένειες.

Στην αρχαία Ελλάδα η μέλισσα όπως και τα προϊόντα της βρίσκονταν σε υψηλή θέση στην εκτίμηση του λαού και των κρατούντων. Απόδειξη αυτού αποτελεί η πληθώρα των μυθολογικών αναφορών και των παραστάσεων σε αρχαία ελληνικά αγγεία κυρίως του 6ου αιώνα π.Χ.
Η Μέλισσα είναι νύμφη, στην οποία, η Ρέα παρέδωσε νήπιο τον «Κρητογεννή» Δία, τον οποίο ανέθρεψε με γάλα και μέλι στο Δικταίο άντρο της Κρήτης, ενώ επίσης Μέλισσα λεγόταν και η νύμφη που ανακάλυψε τη τέχνη της μελισσοκομίας και την παρασκευή του υδρόμελου, ενώ αργότερα τη δίδαξε στον Αρισταίο, ημίθεο, ο οποίος ανέλαβε να μεταφέρει στους ανθρώπους αυτή τη γνώση. «Μέλισσες» ονομάζονταν οι ιέρειες της Εφέσιας Άρτεμης, της Ρέας, της Δήμητρας αλλά και του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Το μέλι χάριζε στην Πυθία την ικανότητα να προφητεύει, ενώ πίτα από μέλι έπρεπε να προσφέρει ο Ηρακλής στον Κέρβερο για να μπορέσει να περάσει στον Κάτω Κόσμο. Τέλος το μέλι (=αμβροσία) και το υδρόμελο (=νέκταρ) αποτελούσαν τη τροφή των Ολύμπιων Θεών, ενώ με μέλι τράφηκαν θεϊκά παιδιά, όπως ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Τροφώνιος και έγιναν αθάνατοι. Ο Δίας, ο θεός των θεών, έφερε επίσης το όνομα Μελισσεύς και Μελισσαίος (Ήσυχος).

Το γεγονός ότι η μέλισσα και τα προϊόντα της, κυρίως το μέλι, αναφέρονται συχνά στους μύθους και τις παραδόσεις των αρχαίων λαών, αποδεικνύει τη σημαντική θέση αυτών των προϊόντων στην καθημερινή ζωή, ως τρόφιμα αλλά και ως θεραπευτικά μέσα. Μάλιστα υποδεικνύει και τη συνθήκη της «ανεπάρκειας» ή ακόμα και τη δυσκολία απόκτησή τους, δίνοντας μία φιλοσοφική διάσταση στην παραγωγή τους.

Στην καθημερινή ζωή των αρχαίων χρόνων το μέλι αποτελεί τη μοναδική γλυκαντική ουσία. Η τέχνη της μελισσοκομίας κατέχει σπουδαία θέση ανάμεσα στις γεωργικές τέχνες και είναι εξ’ ίσου προσοδοφόρα όσο η αμπελουργία.
Στον ελλαδικό χώρο συστηματική μελισσοκομία εξασκείται ήδη από τον 15ο π.Χ. αιώνα. Μελισσοκομεία οργανωμένα υπάρχουν στην Αττική, στη Θεσσαλία, στην Εύβοια, στην Αχαΐα, στην Αρκαδία και στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου που κατοικούνται (Σκύρος, Κάλυμνος κ.α.). Μάλιστα ήδη έχουν διαμορφωθεί καταναλωτικές προτιμήσεις. Έτσι το μέλι της Αττικής, το μέλι του Υμηττού, χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης, οφειλόμενης στο λεπτό αλλά «ζωντανό» άρωμα του θυμαριού. Μάλιστα οι μελισσοκόμοι της εποχής για να διατηρήσουν στο ακέραιο αυτό το άρωμα, τρυγούσαν το μέλι «άκαπνο», χωρίς δηλαδή τη χρησιμοποίηση καπνού.
Στις ανασκαφές στο ανάκτορο ης Κνωσού βρέθηκαν 100 αμφορείς που περιείχαν μέλι, στοιχείο ενδεικτικό της ποσότητας που καταναλωνόταν, τουλάχιστον ανάμεσα στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας. Μάλιστα σε λίστες προϊόντων, που βρέθηκαν όχι μόνο στο ανάκτορο της Κνωσού, αλλά και της Πύλου και άλλων πόλεων – κρατών, το μέλι με την ονομασία «με-ρι-το» αναφέρεται με συλλαβική γραφή και όχι με ιδεόγραμμα σε γραμμική Β γραφή.
Πληθώρα αναφορών υπάρχει για τις χρήσεις του μελιού στην καθημερινή ζωή. Στην διατροφή κατέχει ξεχωριστή θέση ως φυσικό και υγιεινό προϊόν. Η συχνή χρήση του θεωρείται απαραίτητη για την «ευζωία» και την «μακροζωία» του ανθρώπου. Σε συγγράμματα του Ιπποκράτη αναφέρεται ότι το μέλι κάνει πιο ζωηρό το χρώμα του ανθρώπου, ενώ εξαίρεται η ευεργετική επίδραση του «οινόμελου» σε υγιείς και ασθενείς. Ο Πυθαγόρας διαπιστώνει ότι το μέλι εξαφανίζει την κόπωση. Μετά από εντατική χειρωνακτική ή πνευματική εργασία λίγο μέλι μόνο του ή συνοδευόμενο με γάλα ξεκουράζει τον ταλαιπωρημένο οργανισμό, δίνοντάς του νέες δυνάμεις.
Ο Δημόκριτος έζησε περισσότερα από 110 χρόνια, καταναλώνοντας πολύ μέλι, καθώς θεωρούσε ότι βοηθάει έναν μεσήλικα οργανισμό να διατηρεί το νεανικό του σφρίγος.
Στη Σπάρτη παιδαγωγοί και εκπαιδευόμενοι ως στρατιώτες έφηβοι διαβιούσαν στον Ταΰγετο για ένα μήνα τρεφόμενοι αποκλειστικά με μέλι (μήνας του μέλιτος).

Το μέλι στην καθημερινή διατροφή χρησιμοποιείται από τους αρχαίους έλληνες ή αυτούσιο ή σε ανάμειξη με νερό, γάλα ή κρασί. Έτσι έχουμε το:

Μηλόμελο: μέλι μέσα στο οποίο διατηρήθηκαν φρούτα (κυρίως μήλα) καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Μ’ αυτό τον τρόπο το μέλι αποκτά την οσμή του συγκεκριμένου φρούτου.
Υδρόμελο: ηδύποτο
Μελίκρατο: μέλι με γάλα. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι ήταν η τελειότερη τροφή για τα παιδιά.
Οινόμελο: μέλι διαλυμένο σε κρασί. Υπάρχουν αναφορές για άτομα τα οποία έφθασαν στα βαθιά γεράματα γιατί κατανάλωναν αντί άλλης τροφής οινόμελο με άρτο, όπως ο Δημόκριτος.
Οξύμελο: συνδυασμός μελιού με ξύδι, κατάλληλο για την αντιμετώπιση των πυρετών.
Μελόρακο: αλκοολούχο ποτό με βάση το μέλι

Το μέλι χρησιμοποιείται επίσης και ως μέσω διατήρησης ευπαθών τροφίμων, όπως το κρέας, ή νωπών τροφίμων το χειμώνα.
Η μεγάλη σημασία του όμως ως συντηρητικό, απολυμαντικό ή αντισηπτικό αποδεικνύεται από τη χρήση του στην ταρίχευση των νεκρών, συνήθεια η οποία ξεκίνησε από την Ανατολή και έφθασε στην Ελλάδα μέσω της Κρήτης (Βερναρδάκης, 1993). Έτσι υπάρχουν αναφορές για την διατήρηση της σωρού του Πατρόκλου και του Αχιλλέα για 10 ημέρες σε μέλι, έως τη μεταφορά τους στα πατρώα εδάφη, ενώ για τη σωρό του Μ. Αλεξάνδρου, το χρονικό αυτό διάστημα είναι πολύ μεγαλύτερο, έως ότου να κατασκευαστεί η ‘αρμάμαξα’ και να διανύσει την απόσταση Βαβυλώνα – Αλεξάνδρεια, όπου θα ταφεί.
Τέλος την εξέχουσα θέση που κατείχε το μέλι και η δημιουργός του, η μέλισσα, στην οικονομία της αρχαίας Ελλάδας, αποδεικνύει αφ’ ενός η χρησιμοποίησή του ως μέσο ανταλλαγής προϊόντων ή πληρωμής φόρων, και αφ’ ετέρου η απεικόνιση της μέλισσας σε αρχαία ελληνικά νομίσματα (Εικ. ….)

Οι αρχαίοι Ρωμαίοι επίσης εκτιμούσαν ιδιαίτερα το μέλι. Ο συγγραφέας της εποχής του Νέρωνα, ο Γάϊος Πλίνιος Σεκούνδος ο πρεσβύτερος, σε πολλά έργα του αναφέρεται σε πανηγυρικά συμπόσια και εορτασμούς της Αρχαίας Ρώμης στα οποία περίοπτη θέση κατείχαν ποτά με κύριο συστατικό το μέλι. Στα βιβλία του αναφέρει πολλά στοιχεία για την αξία του μελιού ως διαιτητικό συμπλήρωμα της τροφής του ανθρώπου, σαν φάρμακο επίσης, αλλά και ως είδος απαραίτητο για την παρασκευή διαφόρων γλυκισμάτων, κρασιών, πιοτών και πολλών εκλεκτών εδεσμάτων και αναψυκτικών.
Ο πρώιμος ιουδαϊκός πολιτισμός δεν φαίνεται να έχει σε μεγάλη εκτίμηση τη μέλισσα. Στη Βίβλο και στα περί αυτής λογοτεχνικά κείμενα, φτωχά σε μυστικισμό και λαϊκούς θρύλους, δεν υπάρχουν αναφορές στην μέλισσα, καθώς δεν της αποδίδεται κανένας θρησκευτικός συμβολισμός. Αυτό αλλάζει κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., οπότε παρουσιάζεται και στα ιερά κείμενα των Εβραίων το στερεότυπο της γης της Επαγγελίας, όπου «το γάλα και το μέλι είναι άφθονα». Η φράση αυτή επαναλαμβάνεται ακριβώς και στο Κοράνι (XLVII,5), αλλά και στο βιβλίο του Σλάβου Hinoch (VIII 5) όπου, «στους τέσσερις ποταμούς που διαβρέχουν τον παράδεισο ρέουν μέλι, κρασί, γάλα και λάδι…».
Το μέλι χρησιμοποιήθηκε από τους Εβραίους ως φάρμακο, ως καταπραϋντικό σε πληγές (Mishna, Shabbath VIII, 1) ή ως ποτό (Shabbath 78a). (120-43)
Για το Ισλάμ το μέλι είναι φάρμακο που θεραπεύει πολλές ασθένειες αλλά βελτιώνει και τη ψυχολογική διάθεση του ανθρώπου. Αναζητώντας στην αραβική λογοτεχνία βρίσκουμε πολλές αναφορές στην ζωή των μελισσών και στα προϊόντα τους. Άλλωστε η σχέση που πρέπει να έχει ο άνθρωπος με τις μέλισσες καθορίζεται από το ίδιο το Κοράνι «… ο Κύριός σας εμπνεύστηκε τη μέλισσα. Την καθοδηγεί να πετά ανάμεσα στα βουνά και να παράγει από το στομάχι της το κερί και το μέλι, προσφέροντας με το ένα φως και με το άλλο θεραπεία…… αναλογιστείτε την σχέση των μελισσών με τα φυτά, την αποστροφή τους προς τις ακαθαρσίες, την υποταγή τους προς τον αρχηγό και υπέροχα θα εκπλαγείτε…..» (al-Ghazzali, Koran 16, 68-69).
Μια φράση που αποδίδεται στον Μωάμεθ : «ο πιστός είναι σαν τη μέλισσα, τρώει καλά πράγματα και παράγει καλά πράγματα. Έπειτα όταν επιστρέφει (προσγειώνεται) δεν καταστρέφει και δεν διαφθείρει τίποτα….» και η άποψη που αναφέρεται στη Hadith, ότι «….το μέλι αποτελεί τη θεραπεία για όλες τις σωματικές ασθένειες όπως το Κοράνι αποτελεί τη θεραπεία της ψυχής….», δείχνουν ξεκάθαρα την εκτίμηση που τρέφει ο Αραβικός κόσμος στη μέλισσα και στα προϊόντα της.
«Από τις εντολές σου δεν παρεξέκλινα, γιατί Συ είσαι ο νομοθέτης μου. Πόσο γλυκά είναι τα Θεία σου λόγια στην ψυχή μου και στον λάρυγγά μου που τα εκφωνεί. Είναι πολύ ανώτερα από τη γλυκύτητα του μελιού στη γεύση μου….» αναφωνεί ο Σολομών προς τον Κύριο (Ψαλμ. ΡΙΘ’99), ενώ στο βιβλίο Σοφία Σειράχ αναγράφεται «… η γλυκύτητα του μελιού συγκρίνεται μόνο με τη σοφία…» (Σοφία Σειράχ, ΚΔ’ 20). Ομοίως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη παρομοιάζει το λόγο του Θεού «γλυκύ σαν μέλι» (Ιω. Ι’ 10), ενώ είναι γνωστό ότι το μέλι αποτελούσε στοιχείο της διατροφής και του Ιησού (Λουκά, κδ’, 42), αφού άλλωστε ήταν άφθονο στην Παλαιστίνη.
Γενικά στον χριστιανικό κόσμο, από το Βυζάντιο μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα, το μέλι αποτελούσε βασικό είδος διατροφής, αυτούσιο ως η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη γλυκαντική ουσία, ή σαν συστατικό συνταγών μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής. Επίσης αποτέλεσε βασικό συστατικό φαρμακευτικών σκευασμάτων αλλά και θεραπευτικό μέσο, μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα υλικά.
Τα μελίκρατα (διάλυση μελιού σε γάλα), τα οξυμέλιτα (μέλι με ξύδι), τα οινομέλιτα (μέλι με κρασί) και άλλα μελιτούχα αρωματικά υδατικά διαλύματα έχουν διηνεκή παρουσία στην ελληνική φαρμακολογική πράξη. Από τον Ιπποκράτη «… μελίκρητον δε πινόμενο δια πάσης νόσου….» έως και την εποχή της τουρκοκρατίας και της ίδρυσης του νεοπαγούς ελληνικού έθνους «… αλοιφή εις βρωμεράς πληγάς: 20 δράμια βαρδεράμε, 28 δράμια μέλι εξηφρισμένο,14 δράμια ξύδι δριμύ. Ταύτα ομού βράσουν ώστε να μείνη το μέλι.» (Βαρέλλα Ε., 1996)
Στις αρχές του 19ου αι. εισάγεται αφ’ ενός η καλλιέργεια και επεξεργασία του ζαχαρότευτλου – οπότε η ζάχαρη γίνεται φτηνή και προσιτή σε όλους – και αφ’ ετέρου μπαίνουν οι βάσεις της «σύγχρονης» ιατρικής και η χρησιμοποίηση τεχνητά παρασκευασμένων θεραπευτικών ουσιών.
Σήμερα η παγκόσμια παραγωγή μελιού φτάνει το 1 εκατομμύριο τόνους το χρόνο και το εμπόριό του έχει αναπτυχθεί σ’ όλη την υφήλιο. Προσπερνώντας τους «σκοτεινούς» 19ο και 20ο αιώνα, οπότε το μέλι είχε εξοστρακιστεί από τα βασικά είδη διατροφής και πολύ περισσότερο από τα σκευάσματα για θεραπευτική δράση, ο δυτικός κόσμος ανακαλύπτει εκ νέου το μέλι ως φυσικό, ανόθευτο, βιολογικό τρόφιμο, αλλά και ως θεραπευτικό παράγοντα, στον αντίποδα της πολυφαρμακίας και των επακόλουθών της.

Τοπική Μελισσοκομία

Πληθυσμός
Σήμερα και σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Γεωργίας και του Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού Κεφαλληνίας, ο αριθμός των κυψελών που κατέχουν οι 358 επίσημα καταχωρημένοι στα μητρώα μελισσοκόμοι, ανέρχεται στις 10.260.
Εκτιμάται όμως, ότι στην Κεφαλονιά υπάρχουν περί τις 2.500 ακόμη κυψέλες τις οποίες κατέχουν μελισσοκόμοι εκτός μητρώου.
Οι κυψέλες σχεδόν στο σύνολό τους είναι Ευρωπαϊκού τύπου (Standard) των 8 και κυρίως 10 πλαισίων. Υπάρχει ένα πολύ μικρό ποσοστό της τάξης του 1-2%, με παραδοσιακές κυψέλες η κυψέλες τύπου Dadant 11 πλαισίων.

Είδη (ράτσες)
Η αυτόχθονη μέλισσα της Κεφαλονιάς ανήκει στο υποείδος Καρνιολική μέλισσα – Apis mellifera carnica (Pollmann, 1879). Η καρνιολική μέλισσα συναντάται κυρίως, Ρωσία (Καρπάθια), Αυστρία, Β. Γιουγκοσλαβία, Δαλματικές ακτές, Ουγγαρία, Αλβανία και Ιόνια Νησιά.
Είναι μαύρη μέλισσα με κοντές τρίχες, οι οποίες είναι γκρίζες στους κηφήνες . Υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία ανάμεσα στα άτομα της ράτσας, διαμορφώνοντας έτσι γεωγραφικούς οικότυπους με ξεχωριστά χαρακτηριστικά (Άλπεις, Δαλματία, Ιόνιο). Θεωρείται από τις μεγαλύτερες σε μέγεθος μέλισσες, μαζί με την A.mellifera mellifera, ενώ το μήκος της προβοσκίδας της φτάνει τα 6,4-6,8 χιλ.
Είναι προσαρμοσμένη να ζει σε περιοχές με μεγάλης διάρκειας και βαρείς χειμώνες, οι οποίοι εναλλάσσονται γρήγορα με ξηρά και ζεστά καλοκαίρια. Στις περισσότερες περιοχές ο γόνος σταματά από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι και τον Φεβρουάριο-Μάρτιο.
Η ανάπτυξη την Άνοιξη είναι πολύ γρήγορη («ανοιξιάτικη μέλισσα»). Το καλοκαίρι η ποσότητα του γόνου που εκτρέφεται είναι ανάλογη με τις διαθέσιμες πηγές γύρης και νέκταρος. Η χρησιμοποίηση της πρόπολης είναι ελάχιστη, όπως και η παραπλάνηση. Έχει μεγάλη ικανότητα στον εντοπισμό της ακριβής θέσης ενός αντικειμένου.
Έχει έντονη την τάση για σμηνουργία, τάση όμως η οποία μπορεί να ελεγχθεί γενετικά. Αντίθετα η τάση για λεηλασία είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Η καρνιολική μέλισσα παρουσιάζει ανθεκτικότητα στις ασθένειες του γόνου.
Εξ’ αιτίας των καλών χαρακτηριστικών της η A.m. carnica έχει αντικαταστήσει την A.m. mellifera στην Κ. Ευρώπη.
Σήμερα, δυστυχώς, οι ανεξέλεγκτες και αθρόες εισαγωγές και μετακινήσεις μελισσοσμηνών, έχουν περιορίσει σημαντικά την παρουσία της αυτόχθονης καρνιολικής στην Κεφαλονιά και έχουν δημιουργήσει διασταυρώσεις, με δυσάρεστες συνέπειες τόσο στην παραγωγικότητα των μελισσοσμηνών όσο και στην αντιμετώπιση των εχθρών και ασθενειών τους.

Παραγωγή Μελιού 
Η ποσότητα του μελιού που συλλέγεται στην Κεφαλονιά, εμφανίζει σταθερότητα στο πέρασμα του χρόνου. Όλες οι προγενέστερες αναφορές και συγκεκριμένα κατά τα έτη 1912 – Ίδρυση του Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού, 1936 – Παγκεφαλληνιακόν Ημερολόγιον, 1987 – Πτυχιακή Μελέτη Σπύρου Μ. Κόμη, προσδιορίζουν την ετήσια παραγόμενη ποσότητα περίπου στους 70 τόνους.
Η ποσότητα αυτή είναι και η κατ’ εκτίμηση παραγόμενη ποσότητα στις μέρες μας. Δύο αντίθετες κυρίως καταστάσεις συμβάλουν για την διατήρηση αυτής της σταθερότητας ως προς την παραγωγή σήμερα. Από την μία ο περιορισμός των μελισσοβοσκών , η αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών, η εμφάνιση νέων άγνωστων για την μέλισσά μας εχθρών και ασθενειών, η κακώς εννοούμενη εντατικοποίηση της παραγωγής που μειώνουν την ποσότητα, αλλά και την ποιότητα του παραγόμενου μελιού, και από την άλλη η ολοένα αυξανόμενη γνώση των μελισσοκόμων για την κοινωνία της μέλισσας, η επιστημονική έρευνα και
προσέγγιση της μέλισσας, η καλυτέρευση του μελισσοκομικού εξοπλισμού και οι ορθές μελισσοκομικές πρακτικές που προκύπτουν μέσα από την εκπαίδευση και την ανταλλαγή γνώσεων και απόψεων, που συμβάλουν θετικά στην παραγωγή.

Διατροφή – Χλωρίδα στα βοσκοτόπια (αρώματα που προσδίδουν)
Η Κεφαλονιά έχει ξηροθερμικό κλίμα, όχι ιδιαίτερα πυκνή βλάστηση, την μεγαλύτερη ηλιοφάνεια στην Ελλάδα και μεγάλη συγκέντρωση σε σχετικά μικρές εκτάσεις πλούσιας ποικιλίας φυτών.
Ο μελισσοκομικός χρόνος αρχίζει μέσα με τέλος Αυγούστου, όταν το μέλι έχει πια τρυγηθεί και τα μελίσσια ετοιμάζονται για ξεχειμώνιασμα. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία ανθοφορία.
Η πρώτη ανθοφορία είναι αυτή του φθινοπώρου, με κύρια φυτά το ρείκι (σουσούρα), το μαυροκόκκι (κουτσουλόχορτο), το ψύληθρο (ακονυζά) και την κουμαριά, ιδιαίτερα στις Ν, ΝΔ και ΝΑ περιοχές. Τα μελίσσια μαζεύουν ικανοποιητικές για ξεχειμώνιασμα ποσότητες μελιού, ρείκι-κουμαριά. Το φθινοπωρινό μέλι είναι ρευστό, κρυσταλλώνει γρήγορα, με έντονο άρωμα και έχει «πικρή» γεύση. Σχεδόν πάντα οι μελισσοκόμοι δεν το τρυγάνε, αλλά το αφήνουν στα μελίσσια για τις ανάγκες του χειμώνα.
Από τα μέσα Γενάρη αρχίζει η ανθοφορία της αμυγδαλιάς, η οποία μαζί με το ξυνοτρίφυλλο που έχει ήδη ανθίσει και το σπερδούκλι (ασφόδελος) που ξεκινάει Φλεβάρη, είναι οι κύριες ανθοφορίες που θα δουλέψουν τα μελίσσια μέχρι και τέλος Μαρτίου. Την εποχή αυτή τα μελίσσια συλλέγουν νέκταρ, αλλά το μέλι στην κυψέλη λιγοστεύει αντί να αυξάνεται, λόγω των μεγάλων αναγκών του μελισσιού για την εκτροφή γόνου, που αυτή την περίοδο είναι έντονη.
Από αρχές Απρίλη μέχρι και μέσα Μάη τα μελίσσια ζουν στον ανοιξιάτικο παράδεισο των ποικίλων ανθοφοριών. Φασκόμηλο, άντρακλος (ασημοκουμαριά), ανοιξιάτικο ρείκι (άσπρο), λαδανιά, μολόχα, εσπεριδοειδή και κεφαλονίτικο έλατο οι κυριότερες ανθοφορίες και μελιτοεκκρίσεις. Αρκετές χρονιές, σε κάποιες περιοχές τα μελίσσια θα συλλέξουν ανοιξιάτικο μέλι ποικίλης ανθοφορίας η μελίτωμα ελάτου.
Τον Ιούνη και Ιούλη είναι η σειρά των βοτάνων και του βασικού τρύγου των μελισσιών στην Κεφαλονιά. Ο έλατος, αν φυσικά έχει ξεκινήσει να «δίνει», μπορεί να συνεχίσει μέχρι και τον Ιούλη. Ανθίζει η λεβάντα, η ρίγανη, ο λαϊποδας (φρόκαλο), το φλισκούνι και τα αγριοβότανα του βουνού, η βασική όμως ανθοφορία του καλοκαιριού, είναι το θυμάρι. Από αυτό, τέλος Ιούλη με μέσα Αυγούστου, θα τρυγηθεί το πιο φημισμένο είδος μελιού, και ίσως όχι άδικα, το θυμαρίσιο μέλι.

Σημαντικότητα και συνεισφορά διαχρονική στην τοπική κοινωνία
Στην Κεφαλονιά, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 που ξεκίνησε η τουριστική ανάπτυξη του νησιού, ο αγροτικός πληθυσμός ήταν περίπου στο 60-70% (Ε.Σ.Υ.Ε. 1985). Κύριες γεωργικές ασχολίες, εκτός της κτηνοτροφίας με την οποία απασχολείται και απασχολούταν ένας σημαντικός αριθμός των αγροτών, ήταν το λάδι και το κρασί. Παράλληλη γεωργική δραστηριότητα, επιχειρηματικά αλλά και στα πλαίσια της οικιακής οικονομίας, σε ένα μεγάλο αριθμό αγροτών, ήταν και είναι η μελισσοκομία.
Μελισσοκομία και Κεφαλονιά έχουν μία διαχρονική σχέση.
Αναφορές από το 1936 του Γεωπόνου – Τεχνικού Σύμβουλου Γεωργικού Επιμελητηρίου Κεφαλληνίας και Ιθάκης, κ. Χρόνη Α. Σοφρά στο βιβλίο του κ. Σπύρου Σκηνιωτάτου «Παγκεφαλληνιακόν Ημερολόγιον – Αργοστόλι 1937» επισημαίνουν την ιδιαίτερη συμβολή της Μελισσοκομίας στην οικονομία της Ελλάδας , της τάξης του 1,8 τοις χιλίοις . Οι πέτρινες κυψέλες στα Φάρσα και οι κτιστές κυψέλες στην περιοχή του Πόρου χρονολογούνται τουλάχιστον από την εποχή των Ενετών. Στα δύσκολα χρόνια των κατακτήσεων του νησιού, η μελισσοκομία ήταν μία κύρια και εφικτή πηγή προϊόντων των κατοίκων.
Τα μελισσοκομεία, λόγω της μεγάλης συγκέντρωση σε σχετικά μικρές εκτάσεις πλούσιας ποικιλίας φυτών, δεν τα μετακινούσαν, όπως σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει σήμερα, ήταν μόνιμα, οι γνωστοί «μελισσόκηποι».
Η μελισσοκομική γνώση και τεχνογνωσία, προήλθε από τους Κεφαλονίτες του εξωτερικού. Τα χρόνια μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1953, και κυρίως στην δεκαετία του 60, η Κεφαλονιά έχει τη μεγαλύτερη αναλογία μεταναστεύσεων, από όλα τα Επτάνησα.
Μετανάστες και ναυτικοί, αποτελούν τους καλύτερους πρεσβευτές του Κεφαλονίτικου μελιού. Ένα μεγάλο ποσοστό, της σημερινής παραγόμενης ποσότητας, καταναλώνεται εκτός Κεφαλονιάς, Ελλάδα και εξωτερικό, όπου θεωρείται από τα καλύτερα Ελληνικά μέλια.

Μελισσοκομικά Προϊόντα 
Παραδοσιακά στην Κεφαλονιά από όλα τα μελισσοκομικά προϊόντα, έπαιρναν μόνο το μέλι και σε πολύ μικρή έκταση το κερί. Τα τελευταία χρόνια, κάποιοι λίγοι μελισσοκόμοι, ασχολούνται με την παραγωγή και άλλων προϊόντων μελισσών, ιδίως βασιλικό πολτό και γύρη. Ελάχιστοι συλλέγουν πρόπολη και κανένας το δηλητήριο της μέλισσας.

ΜΕΛΙ
Παράγονται κυρίως δύο είδη μελιού. Μελίτωμα ελάτης και μέλι ανθέων – θυμαρίσιο.
Το μελίτωμα ελάτου συλλέγεται από τα μελίσσια, στο Μεγάλο – Μαύρο Βουνό, όπου υπάρχει ο Εθνικός Δρυμός του Αίνου, με το μοναδικό αμιγές δάσος Κεφαληνιακής Ελάτης (Abies Cephalonica) στην Ελλάδα. Από αυτόν τον Έλατο, κάποιες χρονιές – περίπου μία στις πέντε όπως λένε και οι πιο παλιοί – τον Ιούνη, συλλέγεται ένα εξαιρετικό μελίτωμα, χρώματος κοκκινωπού, αρκετά παχύρρευστο. Δεν κρυσταλλώνει σχεδόν ποτέ, είναι γλυκό αλλά όχι ιδιαίτερα, είναι πλουσιότερο από το ανθόμελο σε ιχνοστοιχεία πρωτεΐνες και αμινοξέα και έχει λιγότερες θερμίδες.
Το θυμαρίσιο μέλι τρυγιέται τέλη Ιούλη με αρχές Αυγούστου, αφού έχει λήξει η ανθοφορία του θυμαριού, και τις περισσότερες χρονιές είναι ο μοναδικός τρύγος.
Μέλι αρωματικό, εξαιρετικά ευχάριστο στην γεύση – κάποιες χρονιές «καίει» από την γλύκα, με λαμπερή εμφάνιση, αρκετά πυκνό και με διάστημα κρυστάλλωσης 6-18 μήνες. Από τους περίπου 70 τόνους της ετήσιας παραγωγής μελιού στην Κεφαλονιά, το 90% έχει κυμαινόμενο ποσοστό θυμαρίσιου μελιού.
Είναι γνωστό ότι όσο πιο δύσκολα οι μέλισσες συλλέγουν το νέκταρ, τόσο περισσότερο το επεξεργάζονται και τόσο πλουσιότερο είναι το παραγόμενο μέλι σε συστατικά και αρωματικές ουσίες. Είναι μάλιστα και περισσότερο πυκνό δηλαδή έχει λιγότερη συγκέντρωση υγρασίας. Το θυμαρίσιο μέλι παράγεται δυσκολότερα, λιγότερο ανά μελίσσι αλλά είναι πράγματι ένας θησαυρός που συνδυάζει τα γενικότερα οφέλη του μελιού με το υπέροχο άρωμα της Κεφαλονίτικης υπαίθρου.
Το εξαιρετικό άρωμα του έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά με αναλύσεις μεγάλου αριθμού δειγμάτων. Είναι πλουσιότερο σε αρωματικές ουσίες από άλλα μέλια και είναι πλουσιότερα σε ένζυμα. Τα χαρακτηριστικά αυτά εκτιμούνται ιδιαίτερα από τον καταναλωτή ο οποίος προτιμά τα αρωματικά, τα πλούσια σε στοιχεία και τα πυκνά μέλια.
Μετά τον τρύγο, την αφαίρεση δηλαδή των κηρηθρών με ώριμο μέλι από τις κυψέλες, ακολουθεί η εξαγωγή του μελιού από τις κηρήθρες με φυγοκέντρηση στον μελιτοεξαγωγέα, αφού πρώτα απολεπιστούν με μαχαίρι η ειδική πηρούνα. Ακολουθεί το φιλτράρισμα με σήτα και η τοποθέτηση σε μεγάλα ανοξείδωτα δοχεία, για να καθαρίσει και να διαυγάσει.
Μετά την διαύγαση, συσκευάζονται σε γυάλινα βάζα η σε μεταλλικά δοχεία, στην πλειονότητά τους ανεπεξέργαστα και χωρίς θέρμανση. Οι συνηθέστερες συσκευασίες είναι για λιανική πώληση του 1/2, 1 και 2 κιλών.
Διανέμονται λιανικώς από τους ίδιους τους μελισσοκόμους η από τοπικά καταστήματα και πολύ σπάνια σε χονδρέμπορους, γιατί δεν υπάρχει πρόβλημα διάθεσης.
Θρεπτική και Βιολογική αξία
Το μέλι είναι φυσικό προϊόν. Ως τρόφιμο, μπορεί να θεωρηθεί ως πλήρης τροφή. Στο σύνολό τους, έως σήμερα, έχουν ταυτοποιηθεί 182 διαφορετικές ουσίες, που περιέχονται σ’ αυτό, ενώ υπάρχουν ακόμα αρκετά άγνωστα συστατικά. Το σημαντικότερο όμως ίσως είναι .όχι η ύπαρξη τόσων διαφορετικών ουσιών, αλλά η συνύπαρξη αυτών και η οργανική τους διασύνδεση, η οποία ‘γεννά’ ιδιότητες μοναδικές. Η σχέση αυτή δίνει ίσως στο μέλι και τις μοναδικές ιδιότητες, που έχει ως τρόφιμο :
• γρήγορη αφομοίωση
• άμεση πηγή ενέργειας για παιδιά, αθλητές, ασθενείς
• ενισχυτικό σε περιπτώσεις κόπωσης, ανορεξίας, δυσκοιλιότητας
• δυναμωτικό και καταπραϋντικό
• βοηθητικό της λειτουργίας των ενδοκρινών αδένων
• βοηθητικό στον ελαττωματικό μεταβολισμό (υπερινσουλισμό, κατακράτηση νερού στους ιστούς, κ.α.)
• βοηθητικό κατά την επούλωση πληγών του δέρματος
• αντισηπτικό, θωρακίζει σημεία του σώματος, όπως φάρυγγα, έντερο, από πιθανές μολύνσεις.
Πιο συγκεκριμένα τα απλά ζάχαρα που περιέχει το μέλι, αποτελούν μια άμεση πηγή ενέργειας για τον οργανισμό, ενώ τα ανόργανα στοιχεία (ιχνοστοιχεία) παίζουν σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό και την θρέψη, αποτελούν συστατικά του σκελετού και των κυττάρων, συμμετέχουν σε διάφορες ενζυμικές αντιδράσεις τέλος ρυθμίζουν την οξύτητα του σώματος. Από τα ιχνοστοιχεία αυτά ιδιαίτερα σημαντικά θεωρούνται ο σίδηρος, το μαγγάνιο και ο χαλκός, για το σχηματισμό της αιμογλοβίνης, ο ψευδάργυρος, ως συστατικό της ινσουλίνης, το κοβάλτιο, που αποτελεί δομικό συστατικό της βιταμίνης Β12, το κάλιο και το ασβέστιο, τα οποία βοηθούν στον σχηματισμό των οστών, των νυχιών, των οδόντων και των μαλλιών.
Η συγκέντρωση των βιταμινών στο μέλι, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής, για τις καθημερινές τροφικές ανάγκες του ανθρώπου. Η ποσότητά τους όμως είναι αρκετή, ώστε να χρησιμοποιηθεί στην απορρόφηση και χρησιμοποίηση των ζαχάρων. Εάν δεν υπήρχαν, όπως στην περίπτωση της ζάχαρης, ο οργανισμός θα ήταν αναγκασμένος να κινητοποιήσει για τον σκοπό αυτό βιταμίνες, από τις ήδη υπάρχουσες, δημιουργώντας έτσι την ανάγκη αναπλήρωσή τους.
Το μέλι τέλος περιέχει ακετυλοχολίνη, ουσία που διευρύνει τις στεφανιαίες αρτηρίες και διευκολύνει την λειτουργία της καρδιάς, χολίνη, που βοηθά τη λειτουργία του εντέρου και προλαμβάνει τον λιπώδη εκφυλισμό του ήπατος, υπεροξείδιο του υδρογόνου, μικροβιοκτόνο, και άλλες πολλές ουσίες.

ΚΕΡΙ
Το κερί παράγεται από τις νεαρές εργάτριες, ηλίκιας 2 εως 3 εβδομάδων, από τους κηρογόνους αδένες που βρίσκονται κάτω από την κοιλιά τους. Για να παραχθεί ένα κιλό κερί, οι μέλισσες καταναλώνουν 8,5 κιλά μέλι και μικρή ποσότητα πρωτεϊνών, που παραλαμβάνουν από τη γύρη. Οι πρωτεϊνες χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενζύμων, χρήσιμα για τις διάφορες χημικές αντιδράσεις για τη σύνθεση του κεριού.
Κατά κανόνα το κερί είναι άσπρο, αλλά στις κηρήθρες παίρνει το κίτρινο χρώμα, που οφείλεται στα καροτινοειδή της γύρης.
Το κερί περιέχει άνω των 300 ουσιών
Υδρογονάνθρακες: 16%
Αλκοόλες: 30%
Υδροξυοξέα: 15%
Λιπαρά οξέα: 30%
Διόλες: 4%
Άλλες ουσίες (χρωστικές, πρόπολη κτλ):5%
Έχει οσμή και γεύση, που την παίρνει από το μέλι, πρόπολη, γύρη κτλ.
Διαλυτό στους οργανικούς διαλύτες (αιθέρα, βενζίνη κτλ) και αδιάλυτο στο νερό.
Το κερί είναι υλικό μεγάλης αντοχής, διατηρείται χιλιάδες χρόνια και βρέθηκε στις μούμιες των Φαραώ.
Το κερί παραλαμβάνεται από παλιές η σπασμένες κηρήθρες και τα απολεπίσματα των κηρηθρών. Όλα αυτά μεταφέρονται σε ειδικές συσκευές, όπου ακολουθεί το λιώσιμο του κεριού, που γίνεται με ζεστό νερό ή με ατμό. Οι ξένες ύλες κατακάθονται στον πυθμένα ή παραμένουν διαλυμένες στο νερό και έτσι παραλαμβάνεται το κερί. Από αυτή τη διαδικασία λαμβάνουμε καθαρό και λευκό κερί.
Παλαιότερα, αλλά και σήμερα για τον καθαρισμό χρησιμοποιείται ηλιακή ενέργεια, όπου το κερί χύνεται κατά λεπτά στρώματα σε λαμαρίνες. Από κάθε τόνο μελιού που τρυγιέται παράγονται περίπου 20 – 30 κιλά καθαρού κεριού, σαν προϊόν των απολεπισμάτων.
Το κερί χρησιμοποιείται για την κατασκευή φύλλων κηρήθρας και την παρασκευή λαμπάδων και κεριών.

ΓΥΡΗ
Η γύρη είναι προϊόν που συγκεντρώνουν οι μέλισσες από διάφορα λουλούδια. Είναι η πλουσιότερη φυσική τροφή σε πρωτεϊνες, βιταμίνες, απαραίτητα αμινοξέα, ορμόνες, και άλλα χρήσιμα συστατικά για τη διατροφή μας.
Συλλέγεται κατά κανόνα την Άνοιξη, με την τοποθέτηση ειδικής συσκευής, της γυρεοπαγίδας, μπροστά στην είσοδο της κυψέλης, η οποία υποχρεώνει την μέλισσα να περάσει από τα ειδικά ανοίγματα που έχει έτσι ώστε να αποσπασθούν οι γυρεόκοκκοι που μεταφέρει. Κάθε τρεις περίπου μέρες, η γύρη συλλέγεται και αφού αποξηρανθεί και καθαριστεί από τυχόν ξένες προσμίξεις, είναι έτοιμη να καταναλωθεί. Στην Κεφαλονιά σήμερα, εκτιμάται ότι συλλέγονται 500 κιλά γύρης.
Η γύρη έχει υψηλή περιεκτικότητα σε ρουτίνη, γνωστή ως βιταμίνη R (60 mg /100 gr. γύρης), η οποία αυξάνει την αντίσταση των τριχοειδών αγγείων, προφυλάσσοντας έτσι τον οργανισμό από εγκεφαλικές αιμορραγίες. Περιέχει γουαδοτρόπες ορμόνες, που είναι οι βιολογικά δραστικές ουσίες που δρουν απευθείας στους γενετικούς αδένες τόσο του άρρενος όσο και του θήλεος. Η σπερματογένεση στον άνδρα και η φυσιολογική εξέλιξη των ωοθυλακίων στη γυναίκα καθορίζονται σημαντικά από την παρουσία των ορμονών αυτών.
Βοηθά στη διανοητική λειτουργία, ενισχύει τη συστολή της καρδιάς, έχει διουρητική δράση. Βελτιώνει την όρεξη γι’ αυτό και συνιστάται ιδιαίτερα για τις περιπτώσεις :
1. Αδυναμίας και γενικής εξασθένισης του οργανισμού.
2. Απώλεια βάρους.
3. Εντερικών ανωμαλιών.
4. Ψύχωσης και νευρασθένειας.
5. Απώλεια μνήμης.
6. Κακού μεταβολισμού.
Η γύρη βελτιώνει την κατάσταση ατόμων που έχουν ήπιες αλλεργικές εκδηλώσεις και τους βοηθά ώστε να αποκτήσουν βαθμιαία αντίσταση (ανοσοποίηση). Έχει ευεργετική δράση στον προστάτη και βελτιώνει την θεραπευτική αγωγή στην προστατίτιδα (φλεγμονή του προστάτη). Είναι πλούσια σε κιστίνη, ένα αμινοξύ που επηρεάζει θετικά την τριχοφυία και το χρώμα των μαλλιών. Μετριάζει και περιορίζει σημαντικά τα προβλήματα της εμμηνόπαυσης (κλιμακτήριος περίοδος). Δίνει ευεξία, αυξάνει την αυτοπεποίθηση και βελτιώνει τη σεξουαλική κατάσταση. Περιέχει βιολογικά ενεργές ουσίες που επηρεάζουν θετικά το μεταβολισμό του νερού, ελέγχουν την όρεξη, την απόθεση λίπους στον οργανισμό, τη λειτουργία των ωοθηκών και του θυρεοειδούς αδένα, και γενικά προάγει την καλή φυσική κατάσταση του σώματος. Οι υγιέστεροι και περισσότερο μακρόβιοι άνθρωποι του κόσμου είναι οι κάτοικοι των Ιμαλαϊων, του Καυκάσου στη Ρωσία και των βουνών Βικαμπόμπα στο Εκουαντόρ. Οι περισσότεροι από αυτούς χρησιμοποιούν τη γύρη στο καθημερινό τους διαιτολόγιο.

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΠΟΛΤΟΣ
Είναι κρεμώδης ουσία που εκκρίνεται από τους υποφαρυγγικούς αδένες των εργατριών μελισσών. Προορίζεται για τη διατροφή όλων των ατελών σταδίων της μέλισσας γι’ αυτό και ονομάζεται «γάλα των μελισσών». Η ονομασία «βασιλικός πολτός» (Β. Π.) προέρχεται από το ότι οι προνύμφες που προορίζονται να γίνουν βασίλισσες, καθώς επίσης και οι ενήλικες βασίλισσες, τρέφονται αποκλειστικά με μεγάλη ποσότητα από την τροφή αυτή.
Στο βασιλικό πολτό βρίσκεται εκείνος ο καθοριστικός παράγοντας που μετατρέπει τη μέλισσα από εργάτρια σε βασίλισσα.
Τα τελευταία χρόνια στην Κεφαλονιά, γίνεται μία αξιόλογη προσπάθεια, από αρκετούς έμπειρους μελισσοκόμους, για την συστηματική παραγωγή βασιλικού πολτού.
Πριν λίγα χρόνια ο τρόπος παραγωγής του βασιλικού πολτού ήταν από τα βασιλικά κελιά σμηνουργίας που σχηματίζονται περιμετρικά της κηρήθρας κατά την περίοδο της άνοιξης και νωρίς το καλοκαίρι. Τα σχηματισθέντα βασιλικά κελιά κόβονται από τις κηρήθρες και γίνεται η συλλογή του βασιλικού πολτού, αφού πρώτα αφαιρεθεί από μέσα η προνύμφη της βασίλισσας.
Ο πιο συστηματικός τρόπος παραγωγής βασιλικού πολτού που εφαρμόζεται σήμερα, είναι με τη μέθοδο του εμβολιασμού. Κατά τη μέθοδο αυτή σε βασιλικά κελιά εμβολιάζουμε προνύμφες εργατριών ηλικίας 1-3 ημερών και τα εμβολιασθέντα αυτά βασιλικά κελιά τοποθετούνται σε μελίσσια δυνατά, που δεν έχουν βασίλισσα. Την 3η ημέρα από τον εμβολιασμό (72 ώρες) τα εμβολιασμένα βασιλικά κελιά έχουν τη μεγαλύτερη ποσότητα βασιλικού πολτού. Αφού αφαιρέσουμε την προνύμφη της βασίλισσας, συλλέγουμε το βασιλικό πολτό και μπορούμε πάλι να επαναλάβουμε τη διαδικασία του εμβολιασμού στα ίδια βασιλικά κελιά. Ο αριθμός των επαναλαμβανόμενων εμβολιασμών θα εξαρτηθεί από τη δύναμη του μελισσιού. Κάθε βασιλικό κελί δίνει ¼ του γραμμαρίου περίπου βασιλικό πολτό. Δηλαδή κάθε κυψέλη με 50 κελιά δίνει σε κάθε εμβολιασμό 10gr περίπου βασιλικό πολτό .
Ο βασιλικός πολτός διατηρείται δύσκολα. Αμέσως μετά τη συλλογή του τοποθετείται στο ψυγείο σε θερμοκρασία περίπου 2-4ºC, σε φιαλίδια των 10 gr τα οποία είναι καλά γεμισμένα και κλεισμένα για να μην έρχεται ο βασιλικός πολτός σε επαφή με το οξυγόνο.. Με σωστή διατήρηση σε -18 έως -20°C διατηρούνται οι ιδιότητες του βασιλικού πολτού για 1 χρόνο.
Άλλος τρόπος που χρησιμοποιείται για την διατήρηση του βασιλικού πολτού, είναι η ανάμειξή του με μέλι. Το μέλι δεν πρέπει να είναι ρευστό γιατί σαν ελαφρύτερος που είναι ο βασιλικός πολτός, ανεβαίνει στην επιφάνεια και έτσι δεν έχουμε ομοιόμορφη ανάμιξη. Το καταλληλότερο μέλι είναι το λεπτοκρυσταλλωμένο. Το μέλι αυτό, όταν τοποθετηθεί στο ψυγείο, έχει την υφή του πηχτού βουτύρου και με τον τρόπο αυτό ο βασιλικός πολτός μένει ομοιόμορφα αναμιγμένος.
Υπολογίζεται ότι η ετήσια παραγωγή βασιλικού στην Κεφαλονιά τα τελευταία χρόνια είναι 12 κιλά.
Ο βασιλικός πολτός παρέχει μία σειρά από θρεπτικά, ενεργητικά και μεταβολικά οφέλη. Επιδρά στη μακροζωία, βοηθά στη διατήρηση της υγείας, της ομορφιάς και της νεότητας, στις διάφορες λειτουργίες του σώματος και αυξάνει την αντοχή σε ασθένειες. Ευνοεί την οξυγόνωση των ιστών, διεγείρει την όρεξη και την ψυχική διάθεση, προικίζει τον οργανισμό με ερυθροποιητικές ιδιότητες (παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων), δρα ως αναλγητικό ελαφρύνοντας την αίσθηση του πόνου, βρίσκει εφαρμογή σε πόνους ρευματισμών, σε νεφρικά συμπτώματα που συναντώνται κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης και στην ανάπτυξη των πρόωρων παιδιών. Επίσης διεγείρει την αντιβιοτική δράση του ανοσοποιητικού συστήματος, εμποδίζοντας την εισβολή και δράση των επιβλαβών βακτηρίων, ιών και μυκήτων. Επιπλέον ενεργεί ως τονωτικό του νευρικού συστήματος, ιδιότητα που οφείλεται στην παρουσία της ακετυλοχολίνης.
Συνιστάται τόσο για άτομα που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα υγείας και βρίσκονται σε στάδιο ανάρρωσης αλλά και για υγιή άτομα στα οποία προσδίδει καλύτερη φυσική κατάσταση, μεγαλύτερη αντοχή κατά τη διάρκεια εντατικών δραστηριοτήτων και γενικώς ενισχύει τη γενική κατάσταση του οργανισμού εναντίον διαφόρων επιθέσεων.